15 Ιουν 2009

ΚΕΡάΣΙΑ ΚΑΙ ΑίΜΑ

.

Είμαι πάλι θυμωμένος, Παππού. Δηλαδή, εσύ, σε όλη τη ζωή σου, που πόσα χρόνια να έζησες, καημένε Παππού, το πολύ- πολύ- πολύ σαράντα, στα χρόνια όμως της θάλασσας, πριν τα χρόνια της συμφοράς, πόσους τόπους είδες, στις Θάλασσες του κόσμου, που να μπορείς να πεις χωρίς υπερβολή ότι η μία πόλη τους είναι πιό όμορφη από την άλλη, ; Ναι, Παππού. Η Κερασούντα είναι ακόμα πιό όμορφη από τα Κοτύωρά σου.


Κατέβηκα από τον αραμπά (λεωφορείο) χωρίς πολλή πολλή όρεξη για τουρισμό, είναι και ο καιρός επικίνδυνα συννεφιασμένος όλη μέρα. Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσα απέναντι από τη στάση του λεωφορείου ήταν το μνημείο σου, Παππού. Ναι, το μνημείο σου! Τέσσερις Πόντιοι αντάρτες από μπρούτζο, με τα φυσεκλίκια τους και με τα τουφέκια τους, μπροστά μπροστά εσύ, Παππού. Οι Τούρκοι βέβαια νομίζουν πως είναι το μνημείο του Τοπάλ Οσμάν, του σφαγέα των Ποντίων, αλλά μη γελιέσαι, Παππού, κάνουν λάθος, κανένας άνθρωπος δεν θα έστηνε ποτέ μνημείο σ’ έναν σφαγέα, αντίθετα, τα μνημεία οι ανθρωποι τα στήνουν στους Ήρωες, Παππού, στους κυνηγημένους, στους αγνοούμενους. Σαν εσένα.



Ανηφορίζοντας τον κεντρικό εμπορικό δρόμο της Κερασούντας το στόμα μου άρχισε ν’ ανοίγει. Από θαυμασμό, Παππού. Ένας πανέμορφος δρόμος στρωμένος με χρωματιστά τούβλα, με ωραία κτίρια και καταστήματα, και προπαντός, στα κάθετα σοκάκια, υπέροχα παλιά σπίτια. Προχωρώντας προς τα πάνω, προς το Βυζαντινό Κάστρο, οι εκπλήξεις ομορφιάς διαδέχονταν η μία την άλλη. Αρχοντικά, το ένα πιό θαυμάσιο από το άλλο… Αμέτρητα, Παππού. Αμέτρητα.

Τί να το κάνω όμως το παιδάκι που έτρεξε κι έφερε όλη του την παρέα να τους φωτογραφίσω χαμογελαστούς, μπροστά στο σπίτι που μελετούσα, τί να τον κάνω τον παππού που έβγαινε από μιαν άλλη αυλή και με κάλεσε να μπω μέσα, τί να την κάνω τη φιλία τους, Παππού; Πόση ομορφιά να χωρέσουν τούτα τα μάτια, τούτη η καρδιά, τούτη η φωτογραφική μηχανή, πριν εκραγούν; Επιτέλους, πόση κατανόηση μπορεί να νιώσει το θύμα για το θύτη, πώς να τον συγχωρήσει τον θύτη το θύμα, Παππού, όταν εκείνος δεν έχει καν μετανιώσει; Πόσα γκιουναιντίν και γκιουλέ γκιούλε και τεσεκιούρ ενντερίζ μπορεί κανείς να πει, πριν απηυδίσει, Παππού;

Αλλά πιό πολύ κι από τους Τούρκους που σχεδίασαν, που εκτέλεσαν,και που ανέχτηκαν τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, είμαι θυμωμένος με τους δικούς μας, Παππού. Οι πόντιοι που γλύτωσαν (όπως και οι υπόλοιποι μικρασιάτες) ήταν ένας λαός εγκατελειμμένος, προδομένος, κυνηγημένος, αιματοβαμμένος, Παππού, και οι ελλαδίτες τους φέρθηκαν σαν σε απόκληρους, σαν σε μιάσματα, τους έκλεισαν σε ελεεινά στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους περιφρόνησαν, τους έδωσαν σφαλιάρα κι από το άλλο μάγουλο, Παππού. Οι Τούρκοι Είχαν ήδη φροντίσει να τους αποδεκατίσουν και να τους αποκεφαλίσουν, εκτελώντας όσους πρόκριτους- δασκάλους, δημοσιογράφους, εμπόρους, παπάδες- μπόρεσαν, κι οι Ελλαδίτες ολοκλήρωσαν το έγκλημα: Περιφρόνησαν τα κυνηγημένα κι αιματοβαμμένα αδέρφια τους, που εκείνοι οι ίδιοι είχαν γίνει η αιτία για την συμφορά τους.

Δεν ονειρεύομαι την κυανόλευκη να κυματίζει στον ψηλό ιστό του Κάστρου, Παππού. Ο Πόντος είναι πολύ μακριά από την Ελλάδα και ο πληθυσμός εδώ ήταν πάντα μικτός. Ονειρεύομαι μιαν εναλλακτική πραγματικότητα όπου οι Νεοέλληνες δεν θα είχαν επιχειρήσει να ανασυστήσουν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, φτάνοντας ω την Κόκκινη Μηλιά, στα βάθη της Μικρασίας, και οι Νεότουρκοι θα ήταν άνθρωποι, και όχι γκρίζοι λύκοι. Μιαν εναλλακτική πραγματικότητα όπου οι Έλληνες του Πόντου και της Μικρασίας δεν θα είχαν αποδεκατιστεί συστηματικά και δεν θα είχε γίνει ανταλλαγή πληθυσμών. Αν δεν είχαν γίνει η Γενοκτονία και η ανταλλαγή, ο λαός σου, Παππού, θα ζούσε τώρα εδώ και θα μεγαλουργούσε, Παππού, γιατί ο τόπος είναι μεγαλειώδης. Κι ας ανήκε ακόμα στην Τουρκία ή στην Ασσυρία ή στην Ζιμπάμπουε, Παππού, τι σημασία; Τί με νοιάζει αν απ’ έξω από το Δημαρχείο γράφει Μπελέντιγιε ή Δημαρχείο, Παππού; Μπορώ να ζήσω και με τα δύο, το ίδιο μού κανει. Με νοιάζει όμως και με παρανοιάζει που τόσοι άνθρωποι (353.οοο μόνο στον Πόντο) κατασφάχτηκαν, που οι υπόλοιποι πέρασαν τα πάνδεινα και μετά διώχτηκαν κακήν κακώς, που έφτασαν κυνηγημένοι και απελπισμένοι ελπίζοντας σε μια καλύτερη μοίρα στην Ελλάδα και βρήκαν εκείκ την αποστροφή και την περιφρόνηση. Με νοιάζει που μένει για τον Πόντο σε μας τους απογόνους μια κρυφή ντροπή, για τον δήθεν γεμάτο άγονες στέπες φτωχό και ασήμαντο Πόντο, για τον δήθεν καθυστερημένο λαό των Ποντίων, για τον μαρτυρικό Λαό σου, Παππού.

Δεν θ’ αφιερώσω λοιπόν αυτό το βιβλίο στους 353.οοο μάρτυρες του Ποντιακού Ελληνισμού, αλλά στις νέες γενιές, σε μάς, Παππού, για να ενθαρρύνω όλο και περισσότερους ν’ αναζητήσουν την κρυμμένη αλήθεια για τους Πόντιους, για να εμπνεύσω όσο γίνεται περισσότερους να έρθουν εδώ, στον Πόντο, να δούνε μόνοι τους την αλήθεια αυτή, πριν εξαφανιστεί και το τελευταίο ίχνος της τρισχιλιετούς παρουσίας μας εδώ, πριν γκρεμιστεί και το τελευταίο σπίτι μας, Παππού.

Στ ορκίζομαι πως θα κάνω ό,τι μπορώ για ν αποκαταστήσω τη Μνήμη σας. όχι για το Παρελθόν, αλλά για το Μέλλον.

………

Τώρα γράφω από το λεωφορείο, «αραμπάνταν», Παππού. Το απόκρημνο Βυζαντινό Κάστρο της Κερασούντας είναι πάρκο, πανέμορφο, γεμάτο κόσμο που κάνει εκεί το κυριακάτικο (τι ειρωνία) πικνίκ του. Στη μικρή ακρόπολη ένα τεχνητό ορμητικό ρέμα (! ) προθέτει ακόμα περισσότερη γοητεία. Σε μια γωνιά με θέα είναι ένας περιφραγμένος χώρος με ένα μνημείο, που με φρίκη ανακάλυψα πως είναι το μνημείο των Κερασούντιων νέων που σκοτώνονται στο στρατό – τώρα, Παππού… Ο τελευταίος πέρσι το καλοκαίρι. Αυτή είναι η σκληρή παράλληλη πραγματικότητα που συνυπάρχει με την ευγένεια, την τιμιότητα, την καλωσύνη και την εξυπηρετικότητα των ανθρώπων αυτών- η Τουρκία είναι μια χώρα σε πόλεμο, Παππού. Μια χώρα με μεγάλα εσωτερικά προβλήματα και προστριβές με όλους σχεδόν τους γείτονες. Μερικοί λαοί είναι ικανοί για τα καλύτερα και για τα χειρότερα... ταυτόχρονα.

Κατεβαίνοντας από το κάστρο μια πολύ όμορφη παρέα μού πρόσφερε πιντέ (πίτα) και τσάι, ένας τους μάλιστα μιλούσε και λίγα αγγλικά, σπάνιο πράγμα εδώ στον Πόντο. Ασφαλιστής, έκαναν πικνίκ μαζί μ’ έναν φίλο του και με δυό κορίτσια, μια μελαχρινούλα δασκάλα χωρίς μαντήλα και μια ξανθούλα νοσοκόμα με καταγωγή από την Ορντού, με μαντήλα. Ανταλλάξαμε mail και θα βρεθούμε στο fb. Ο ασφαλιστής μού δήλωσε περήφανος πως είναι καλός μουσουλμάνος. Του είπα (ή προσπάθησα να του πω) πως οι θρησκείες μόνο πολέμους, σκοτωμούς και προβλήματα προκαλούν, και πως εγώ δεν πιστεύω παρά μόνον στον ανθρωπισμό. Δεν το δέχτηκε, είπε πως χρειάζονται και τα δύο, και η θρησκεία και ο ανθρωπισμός. Πάλι καλά. Είναι το πρώτο βήμα, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία Τούρκοι (όπως και οι περισσότεροι Έλληνες, άλλωστε) θα με θεωρούσαν διάβολο με κέρατα αν δήλωνα άθεος. Πάντως στο θέμα αυτό, τη σχέση με η θρησκεία και τον σχετικό φανατισμό, είμαστε δεκαετίες μπροστά. Θα χρειαστούν πολλά χρόνια ακόμη για να κάνουν και οι Τούρκοι το επόμενο βήμα για την πνευματική τους απελευθέρωση.

Κατέβηκα τρέχοντας από το Κάστρο να προλάβω το λεωφορείο που τελικά έχασα, για να φωτογραφίσω τους πλανόδιους πωλητές κερασιών και ν’ αγοράσω κουλούρια και κασέρι για το ταξίδι. Περιμένοντας το επόμενο λεωφορείο, σε 45 λεπτά, κάθισα σ ένα παγκάκι με θέα τη θάλασσα και έγραψα όλα αυτά. Τώρα η μπαταρία τελειώνει. Νεότερα από την Τραπεζούντα!

6 σχόλια:

Eli 33 είπε...

kalimera!
Tu m'as vraiment beaucoup émue; je connais tous ces lieux évoqués maintes fois par un ami pondios à Bordeaux et c'est toujours aussi poignant .

Katerina είπε...

Τι ωραίο ταξίδι!!!

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΑΡΩΓΗ είπε...

Πρέπει να αισθάνεσαι σαν κάποιον εξευρενητή. Ωραία εμπειρία.

"Ground Control to Major Tom" είπε...

Ξέρεις, επειδή έίχα γιαγιά απο το Φανάρι στην Κωνσταντινούπολη και θα πάω κάποια στιγμή με την κόρη μου,όταν μεγαλώσει λίγο ακόμα.
Το "προσκυνημά" σου μόλις διαβασα...
Οι ρίζες σου γάτε μου θεριέψανε, το χεις καταλάβει αυτό?

Σε φιλώ Μίλτο μου :*

αθεόφοβος είπε...

Διαβάζοντας όλα αυτά τα ποστ από το ταξίδι στην πατρίδα των προγόνων, μου θύμισες τους συνταξιδιώτες μου στην Καππαδοκία που και αυτοί έψαχναν με την ίδια συγκίνηση να βρούν τα σπίτια των παπούδων τους βάσει των αφηγήσεων που είχαν από αυτούς.

Μαύρος Γάτος είπε...

Καλησπέρα από Θεσσαλονίκη!

Αθεόφοβε κε Αντιδήμαρχε, είναι όντως φοβερή εμπειρία η αναζήτηση αυτή.

Λίνα μου γλυκιά, οι ρίζες είναι που κρατάνε το δέντρο όρθιο...

Νίκο φίλε μου, ήταν ένα όνειρο πολλών ετών που έγινε πραγματικότητα.

Κατερινάκι, αχ αχ πόσα χρόνια σάς παρακαλούσα να πάμε μαζί!

Έλι μου, ήταν υπέροχο ταξίδι! Je t embrasse.