1 Οκτ 2006

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕ ΜΑΣ ΕΜΑΘΑΝ ΠΟΤΕ - ΜΕΡΟΣ 1ο

.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Απαγορεύεται κάθε αναδημοσίευση εκτός blogs
(c) Μαύρος Γάτος
2006

Μια ιστορία σαν παραμύθι…

Η νύχτα έπεφτε στις Πλαταιές της Βοιωτίας, βόρεια της Αθήνας, όπου οι Έλληνες επιτέλους ενωμένοι, αναγκαστικά βέβαια, μπροστά στον άμεσο κίνδυνο, ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες εισβολείς. Όμως οι Έλληνες, σύμφωνα με την πανάρχαια Παράδοση, που κρατάει ως σήμερα, ήταν ακόμα και εκείνη την στιγμή πολύ απασχολημένοι να καυγαδίζουν μεταξύ τους, να ανταγωνίζονται, οι Αθηναίοι με τους Σπαρτιάτες. Σαν αποτέλεσμα, είχαν πεισματικά αφήσει αφύλαχτο διάστημα ανάμεσα στις γραμμές τους, χωρίς να υποψιάζονται ότι ο Πέρσης Αρχιστράτηγος Μαρδόνιος ετοιμαζόταν να τους χτυπήσει ακριβώς εκεί, με το πρώτο φως της ημέρας, με την φοβερή του πολεμική μηχανή των 300.000 ανδρών, στους οποίους αντιπαρατάσσονταν 37.000 (ή κατ’άλλους 110.000) Έλληνες. Ήταν Άνοιξη του έτους 479 π.Χ., και ο ρους του παγκόσμιου πολιτισμού έμελλε να κριθεί εκεί, στις Πλαταιές της Βοιωτίας, δίπλα στον ποταμό Ασωπό.

Ξαφνικά ένας ιππέας αναδύθηκε ολομόναχος μέσα από την βαθιά νύχτα, από την κατεύθυνση του αντίπαλου στρατόπεδου. Παρέδωσε στους Έλληνες το μεγάλο μυστικό και τα πλήρη σχέδια των Περσών. Επειδή, τους είπε,

«αυτός τε γαρ Έλλην γένος ειμί τώρχαίον
και άντ' ελεύθερης δεδουλωμένην ουκ αν εθέλοιμι οράν την Ελλάδα».

«γιατί είμαι κι εγώ Έλληνας από αρχαίο γένος
και δεν θα ήθελα να δω την Ελλάδα, αντί ελεύθε¬ρη, υποδουλωμένη»

Ήταν ο Αλέξανδρος Α΄, γιός του Αμύντα, Βασιλεύς των Μακεδόνων, πρόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η παρέμβασή του, το χρονικό της οποίας παραδόθηκε σ’εμάς από τον Ηρόδοτο, τον πατέρα της επιστημονικής Ιστορίας, έκρινε το αποτέλεσμα της μάχης των Πλαταιών πριν καν αυτή δοθεί. Με τη θριαμβευτική νίκη των Ελλήνων, επικυρώθηκαν τα κεκτημέ¬να του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, και οι Πέρσες δεν επανήλθαν πια στον Ελληνικό χώρο. Ή Ελλάδα πήρε την πίστωση χρόνου που χρειαζόταν για να φτάσει τον πολιτισμό στον κολοφώνα του Χρυσού Αιώνα, τα επιτεύγματα του οποίου καταυγάζουν την Οικουμένη ως σήμερα. Και όλα αυτά γιατί ο Μακεδών είπε, «είμαι κι εγώ Έλληνας από αρχαίο γένος, και δεν θα ήθελα να δω την Ελλάδα, αντί ελεύθε¬ρη, υποδουλωμένη», κι έπραξε ανάλογα.

Νόμισμα του Αλεξάνδρου Α'


Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Αλέξανδρος Α’ πρόσφερε στην Ελλάδα σπουδαίες υπηρεσίες. Ένα χρόνο νωρίτερα, είχε σώσει τον Θεμιστοκλή, ρισκάροντας, για μιαν ακόμη φορά, την τύχη του, τη δική του και του λαού του:

Ο Αθηναίος στρατηγός Θεμιστοκλής με 10.000 Έλληνες πολεμιστές φύλαγε τα Τέμπη, το στενό πέρασμα ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο, στο φαράγγι του ποταμού Πηνειού. Το πέρασμα αυτό χωρίζει (κι ενώνει) γεωγραφικά την Μακεδονία και την Θεσσαλία. Πολιτικά, η Μακεδονία ήταν ένα ελληνικό βασίλειο υποτελές στην παντοδύναμη περσική Αυτοκρατορία, ο Θεμιστοκλής φύλαγε τα σύνορα της ελεύθερης Ελλάδας από την αναμενόμενη επίθεση του Ξέρξη, του Πέρση Βασιλιά.

Ο Ξέρξης ήξερε ότι οι Έλληνες τον περίμεναν στα Τέμπη, και βρήκε έναν τρόπο να περάσει από αλλού, να επιτεθεί στους Έλληνες από πίσω και να τους περικυκλώσει, οπότε εύκολα θα τους σφαγίαζε.

Αλλά ο Αλέξανδρος Α’ ήταν Έλληνας, και δεν μπορούσε να ανεχτεί να σφαγιασθούν οι Έλληνες υπερασπιστές και να υποδουλωθεί η Ελλάδα στους Πέρσες. Έστειλε λοιπόν ένα μήνυμα στον Θεμιστοκλή και τον ειδοποίησε για τα σχέδια του Ξέρξη… Αυτό δυστυχώς δεν έγινε λίγο αργότερα στις Θερμοπύλες, όπου κανείς δεν ειδοποίησε τους Έλληνες για τον ερχομό του Περσικού στρατού από την Ανόπαια οδό, που υπέδειξε ο ντόπιος προδότης Εφιάλτης, μια προδοσία που κόστισε την θυσία του Λεωνίδα και των Τριακοσίων του μαζί με τον Θηραμένη και τους Επτακόσιους Θεσπιείς, την καταστροφή της Αθήνας, και την προέλαση των Περσών, που ανακόπηκε μόνο με την νίκη στην ναυμαχία της Σαλαμίνας. Αν υπήρχε κι εκεί ένας Αλέξανδρος…

Για τις πολύτιμες υπηρεσίες του στα Τέμπη και στις Πλαταιές ο Αλέξανδρος Α΄ τιμήθηκε από τους Ελλανοδίκες της Πανελληνίου Αμφικτυονίας με ειδικό Δίπλωμα, όπου προσφωνούνταν «Έλλην των πάνυ Ελλήνων», δηλαδή Έλληνας από τους μεγαλύτερους Έλληνες. Τρία χρόνια μετά, συμμετείχε πανηγυρικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι Αθηναίοι τον έκαναν επίτιμο Αθηναίο Πολίτη, ενώ χρυσός αδριάντας στήθηκε προς τιμήν του στο πανελλήνιο Ιερό του Απόλλωνα, στους Δελφούς. Αυτός ήταν ο Αλέξανδρος ο Α’ ο Μακεδών, ο Φιλέλλην. Ο τιμητικός τίτλος Φιλέλλην αποδίδονταν με μεγάλη φειδώ και αποκλειστικά σε Έλληνες, που πρόσφεραν εξαιρετικές υπηρεσίες στην Ελλάδα.

Μετά τους Περσικούς πολέμους η Ελλάδα ανέκαμψε και πήρε την πίστωση του χρόνου που χρειαζόταν για να προλάβει να δώσει στην Ανθρωπότητα τον Χρυσό της Αιώνα, τον 5ο π.Χ. αιώνα που όλοι αναγνωρίζουν σαν το αποκορύφωμα του Παγκόσμιου πολιτισμού. Ο Χρυσός Αιώνας, που έδωσε τις τραγωδίες του Αισχύλου, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, τον Παρθενώνα και τα κλασικά γλυπτά, και που το πνεύμα του συνοψίζεται στον Επιτάφιο του Περικλή:

Φιλοκαλούμεν μετ’ευτελείας, και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας…

Δηλαδή, μας αρέσει το ωραίο, αλλά δεν ξιπαζόμαστε, και φιλοσοφούμε, χωρίς όμως να το παρακάνουμε, χωρίς να γινόμαστε μαλθακοί.

(συνεχίζεται)


14 σχόλια:

Περαστικός είπε...

Συγχαρητήρια για το post, η Μακεδονία είχε μεγάλους βασιλείς που έχουν επισκιαστεί από τον Μέγα Αλέξανδρο, με αποτέλεσμα να μην ξέρουν πολλοί για αυτούς.

Δυστυχώς, σήμερα ούτε φιλοκαλούμε ούτε φιλοσοφούμε, ωστόσο, έχουμε πήξει στην ξιπασιά και στη μαλ....

roidis είπε...

να και κάτι που αξίζει κανείς να το διαβάσει σήμερα.

καλό μήνα.

Ecumene είπε...

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕ ΜΑΣ ΕΜΑΘΑΝ ΠΟΤΕ

.......

Eννοείς στο Σχολείο;...

Υπαρχει η ιστορία και η φραση
αυτός τε γαρ Έλλην γένος ειμί τώρχαίον

στο Γυμνασιο...

advocatus diaboli είπε...

Πάνυ εύμορφον, μέλανα γάτε (δεν θυμάμαι πώς είναι στα αρχαία το αρσενικό του γαλή). Εύγε.

J95 είπε...

Μπα, αυτά μας τα διδάσκουν στο σχολείο. Σιγά μην έχαναν.

Αυτό που δε μας πολυδιδάσκουν είναι εκεί που ο Αλέξανδρος ο Α' ζητάει από τους Αθηναίους (πάντα στα πλαίσια της καλής του θέλησης) να υποταχθούν στον Μαρδόνιο και οι Λακεδαιμόνιοι απεσταλμένοι που είναι παρόντες λένε "μην τον ακούτε τον καραγκιόζη, ξέρετε εσείς βαρβάρους που να είναι αξιόπιστα άτομα;". Και btw δεν τον άκουσαν οι Αθηναίοι και ίσως και αυτό παίζει κάποιον μικροσκοπικό ρόλο στο ότι δεν υποτάχθηκαν στους Πέρσες.

Οι Αθηναίοι δεν τον έκαναν επίτιμο πολίτη, τον έκαναν πρόξενο, δηλαδή τιμώμενο ξένο.

Οι ελλανοδίκες το μόνο που αποφάσισαν για τον Αλέξανδρο ήταν ότι τελικά ΟΚ, μια και είχε προπάππο Αργείο (και μόνο), ήταν Έλληνας και είχε το δικαίωμα να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς αγώνες. ("πανηγυρικά" ή όχι). Το σχετικό χωρίο στον Ηρόδοτο όπου ο Αλέξανδρος είναι αναγκασμένος να αποδείξει την (πανταχόθεν αμφισβητούμενη) ελληνικότητά του για να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς είναι εκτενέστατο και αναρωτιέμαι γιατί λείπει από την παρουσίασή σου.

Τα περί "Έλλην των πάνυ Ελλήνων" δε βλέπω να αναφέρονται πουθενά, εκτός από ένα site δωδεκαθεϊστών με την επωνυμία "Απολλώνειοι" όπου παρατίθενται σαν απόδειξη της ελληνικότητας των Μακεδόνων λίγο πριν το ΜΑΚΗΔΟΝΑΣ=Ο ΕΛΛΗΝΑΣ=394..., θα ήθελα να δω όμως μια αναφορά.

Επίσης αυτά που λες για τον τίτλο του φιλέλληνα δεν ισχύουν. Στην αρχαιότητα, όπως και σήμερα, ο όρος "φιλέλλην" αναφερόταν σε ξένους και τον απέκτησαν μόνο Μακεδόνες και Ρωμαίοι βασιλείς. Εξ ου και η φειδώς: οι αρχαίοι ήταν εξαιρετικά απρόθυμοι να νιώσουν ευγνωμοσύνη απέναντι σε βαρβάρους.

Γενικά, βάλε πηγές και είμαι ΟΚ.

Ανώνυμος είπε...

Το παράξενο είναι ότι εμείς στην ανατολική Ευρώπη δεν ακούσαμε λέξη από όσα έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες στον τομέα που λέμε σήμερα "πολιτική φιλοσοφία". Έχει πολύ ενδιαφέρον να τα ξανά ανακαλύπτουμε και να φιλοσοφούμε. Αλλά τι σχέση έχει η μαλθκία;

Μαύρος Γάτος είπε...

Καλησπέρα

j95, η προκατάληψή σου και το μένος σου μού φαίνονται τόσο τρανταχτά, που λυπάμαι αλλά δεν θα μπω στη συζήτηση. Κράτα τις απόψεις σου κι εγώ τις δικές μου. Κι ο Αλέξανδρος ο Α' ας κρατήσει τον τίτλο του, Έλλην των πάνυ Ελλήνων, με χρυσό αδριάντα στους Δελφούς και επίτιμος Αθηναίος πολίτης (τί διαφορά έχει αυτό από το "τιμώμενος ξένος"; ήταν ποτέ δυνατόν να γίνει κανονικός Αθηναίος πολίτης, ας πούμε εκ των υστέρων να ξαναγεννηθεί εκεί;)

Συνέχισε να ερευνάς, αλλά μη νομίζεις ότι όλες οι πηγές είναι το Δίκτυο. Και μην είσαι τόσο απόλυτος και τόσο προκατειλημμένος. ΑΥΤΑ είναι βαρβαρικά πράγματα. Και όχι το να είσαι Μακεδόνας.

Μαύρος Γάτος είπε...

Παρεμπιπτόντως, μού είναι τελείως αδιάφορο αν οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν Έλληνες ή όχι. Η "ράτσα" ή πες την "φυλή" αν θέλεις του καθενός δεν με επηρεςάζει στην κρίση μου γι αυτόν. Ελα όμως που θέλεις δε θέλεις οι αρχαίοι Μακεδόνες ΉΤΑΝ Έλληνες! Τα στοιχεία είναι συντριπτικά. Με τα επιστημονικά δεδομένα και τα αρχαιολογικά ευρήματα των τελευταίων τριάντα χρόνων, το να συνεχίζει κανείς να παπαγαλίζει την προπαγάνδα του Τίτο περί μη ελληνικότητας των αρχαίων Μακεδόνων, είναι το λιγότερο βλακώδες.

Ανώνυμος είπε...

"Μέρος 1ο";
Τι σκοπεύεις να έχεις στα επόμενα;

Μαύρος Γάτος είπε...

Μα... τη συνέχεια, φίλε μου Μπαμπάκη! Αύριο...

Σ:)))))

[μού βγήκε ο πάτος για νάφήσω το σχόλιο, πάλι ο blogger τά παιξε...

Ανώνυμος είπε...

Για να μην πετάμε και ότι μας κατεβαίνει, ο όρος 'Φιλέλλην' αναφερόταν ΚΑΙ σε αρχαίους Έλληνες όποτε μάλλον j95 καλό θα ήταν να το ψάχνεις λιγάκι προτού πετάξεις τέτοια μαργαριτάρια. Ενδεικτικά αναφέρω τις περιπτώσεις του Αγησίλαου, Ιάσωνα των Φερών, Ευαγόρα της Κύπρου και Ιέρωνα των Συρακουσών.

Ανώνυμος είπε...

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ
Copyright Γιώργης Χολιαστός




Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ

Πολλοί μιλάνε για την αρχαία Αθήνα του Περικλή σαν τη γενέτειρα της Δημοκρατίας.
Και σαν απόδειξη αυτής τους της άποψης φέρνουν τον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε ο Περικλής πάνω από τα πτώματα των πρώτων νεκρών του πελοποννησιακού πολέμου,λόγο που αναφέρει κατά κάποιον τρόπο τα στοιχεία της δημοκρατίας αυτής.
΄Ομως ο ίδιος αυτός ο επιτάφιος,αν εξεταστεί διαλεκτικά,αποδείχνει πως μόνο δημοκρατία δεν ήτανε το πολίτευμα του Περικλή.
Είναι βέβαιο ότι ο επιτάφιος αυτός ποτέ δεν εκφωνήθηκε από τον Περικλή ούτε και από κανέναν άλλο.
Γράφτηκε από τον Θουκυδίδη,ο οποίος με τις πευματικές και συγγραφικές του ικανότητες έκανε αυτόν τον λόγο ένα μνημείο τελειότητας για την αγαπημένη πόλη του,την Αθήνα.
Μερικοί ξεχνούν ότι όλα όσα αναφέρονται στον επιτάφιο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα,και θεωρούν πως η αρχαία Αθήνα ήταν ό,τι ο επιτάφιος αυτός θέλει να μας παρουσιάσει.Και γενικεύοντας απλώνουν τον μανδύα της τελειότητας και σε όλη την αρχαία Ελλάδα,με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ένα μύθο δημοκρατίας,ελευθερίας και δικαιοσύνης,που δήθεν η αρχαία Ελλάδα είχε,με κέντρο της την Αθήνα,αναπτύξει.
Και όσοι τα λένε αυτά κάνουν ότι ξεχνούν πως όλοι οι πολιτισμοί που φάνηκαν πάνω στη γη και που στο μέλλον θα φανούν πάνω σ' αυτή,έχουν την ίδια αξία και τον ίδιο σκοπό υπηρετούν.Και κάνουν ότι το ξεχνούν γιατί το συμφέρον τους έτσι τους υπαγορεύει να κάνουν,εν γνώσει τους διαστρεβλώνοντας την ιστορία αλλά και την ίδια την ιδέ του πολιτισμού σαν κοινωνικού και γενεσιουργού προόδου φαινομένου.
Ας απομυθοποιήσουμε λοιπόν την αρχαία Αθήνα,την αρχαία Ελλάδα, και τον πολιτισμό της,όσο τουλάχιστον μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε η ίδια η Αθήνα,και με όπλο που δανειζόμαστε από την ίδια την αρχαία Αθήνα-τον επιτάφιο λόγο του Περικλή.
Χωρίς σπουδαίους προλόγους ας δούμε τον επιτάφιο.
Εκεί είναι τα σπουδαία.
Στο 36-1 μας λέει ο Περικλής ότι θα αρχίσει την ομιλία του με τους προγόνους.
Και μόνο τούτο θα ήτανε αρκετό για να μας πείσει για την αδυναμία του Περικλή να σταθεί μόνος του στα πόδια του σαν ηγέτης.
Ζητάει τη βοήθεια των προγόνων για να μπορέσει να πείσει τους ακροατές του για ό,τι πρόκειται να πει.
Δεν αρχίζει από τους Θεούς.Ηθελημένα η λέξη Θεός δεν ακούγεται ούτε μια φορά στο κείμενό του.
Αυτό δείχνει την αμετροέπειά του αλλά φορά στους θεούς. Από τους προγόνους πιάνεται για να φτάσει εκεί που θέλει.
Δηλώνει έτσι πως ό,τι καλό επακολουθήσει στην ομιλία του για την Αθήνα,αυτό έγινε από τους προγόνους.Από τους πατεράδες δηλαδή,τους παππούδες και τους προπαππούδες εκείνων που τον ακούνε τη στιγμή εκείνη που μιλάει.
Ποιος θα τολμούσε να αντιτείνει ότι οι πρόγονοί του δεν ήσαν άξιοι μιας τέτιας μνείας;΄Οτι οι προγονοί του δεν έκαναν καλά ό,τι έκαναν;
Βάζει λοιπόν τα θεμέλια με τον τρόπο αυτόν ο Περικλής,και πια,εκεί πάνω μπορεί να χτίσει ό,τι θέλει χωρίς τον κίνδυνο να γκρεμιστεί αυτό από κείνους που τον ακούνε.
Πάντοτε οι κυβερνήτες αρέσκονται να συνδέουν το παρόν με το παρελθόν,γιατί το παρελθόν είναι οι ρίζες από τις οποίες τρέφεται το σήμερα.
Το παρελθόν είναι η παράδοση,είναι η πεπατημένη οδός,που καθοδηγεί σίγουρα τους κυβερνήτες εκείνους που δεν θέλουν να αλλάξουν τίποτε από τα υπάρχοντα,επειδή αυτά τους βολεύουν.
Κανένας που καλοπερνάει όπως είναι τα πράγματα,δεν θα αρχίσει κάτι από την αρχή,γιατί αυτό το κάτι θα μπορούσε να πάρει δρόμο
φιλολαϊκόν,φιλελεύθερον,πραγματικά δημοκρατικόν,και αυτό δε συμφέρει εκείνους που θέλουν να καλοπερνάνε από την εξουσία τους μόνον αυτοί και η κλίκα τους.

Στο 37-1 ο Περικλής μας λέει ότι δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου κυβερνούν οι περισσότεροι.
Η αρχαία Αθήνα είχε τρακόσες χιλιάδες κατοίκους.Από αυτούς οι εκατό χιλιάδες ήσαν δούλοι,οι εκατό χιλιάδες γυναίκες-χωρίς κανένα δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά-,και μόνον οι υπόλοιποι εκατό χιλιάδες ήσαν αθηναίοι πολίτες.
Και μόνον οι πολίτες είχαν δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά.
Και αν λοιπόν ακόμα οι μισοί συν έναν αθηναίοι πολίτες κυβερνούσαν την Αθήνα,αυτό μας κάνει ότι πενήντα χιλιάδες από τις τρακόσες κυβερνούσαν.΄Ωστε ούτε σύμφωνα με τη γνώμη του Περικλή για τη δημοκρατία,η αθηναϊκή πολιτεία δεν ήτανε δημοκρατική με τα σημερινά δεδομένα.Γιατί δημοκρατία σε μια χώρα υπάρχει μόνον όταν αυτή αφορά σε όλους τους πολίτες της.
Ξέρω τι θα μου πουν μερικοί-ότι τότε η δουλεία ήτανε θεσμός,πως το να είναι κανείς δούλος ήτανε στοιχείο της τότε κοινωνίας και τα λοιπά και τα λοιπά.
Είτε όμως έτσι ήταν τα πράγματα είτε αλλιώς,δημοκρατία δεν υπήρχε,παρά υπήρχε μόνον ό,τι εννοούσε σαν δημοκρατία ο Περικλής.
Βέβαια αν πάρουμε υπόψη μας πως και σήμερα δεν υπάρχει ορισμός της δημοκρατίας,και ότι κάθε δικτάτορας η κάθε δημοκρατικός ηγέτης λέει πως έχει δημοκρατία στη χώρα του,και σήμερα ακόμα δεν θα έπρεπε να μιλάμε για δημοκρατία σε καμμία περίπτωση-θα έπρεπε να έχουμε διαγράψει αυτήν τη λέξη από το λεξιλόγιό μας.
Αφού όμως ο Περικλής την αναφέρει σαν στοιχείο της πόλης των αθηναίων,και μάλιστα αφού η λέξη επικράτησε για να δηλώσει ότι το πολίτευμα της τότε Αθήνας ήτανε το τέλειο σύστημα δικυβέρνησης,πρέπει κι εμείς να δεχτούμε τον όρο με σκοπό να τον φέρουμε στα μέτρα τα οποία πραγματικά είχε στην Αθήνα του Περικλή.
Στο ίδιο,σπεύδει ο Περικλής να δηλώσει μετά τα παραπάνω,ίσως σε μια προσπάθεια να καλλιτερέψει την εικόνα της αθηναϊκής δημοκρατίας που έδωσε αμέσως πριν,πως: "ωστόσο οι νομοι,όταν είναι για τις ιδιωτικές τους διαφορές (εννοεί των πολιτών),δίνουν σε όλους τα ίδια δικαιώματα".
Τι ωραία που τα λέει ο πρώτος πολίτης της αθηναϊκής δημοκρατίας! Φυσικά εννοεί το δικαίωμα να πίνουν όλοι νερό από τις δημόσιες κρήνες,το δικαίωμα να αναπνέουν,ακόμα το δικαίωμα να ανοίγουν καταστήματα,να εργάζωνται με εξευτελιστικά μεροκάματα,το δικαίωμα να δυστυχούν,και άλλα τέτια δικαιώματα.
Το δικαίωμα στην δίκαια κατανομή του πλούτου είναι ιστορικά γνωστό πως δεν περιλαμβάνονταν στα δικαιώματα που με τόσην απλοχεριά χάριζε στους αθηναίους πολίτες ο Περικλής.
Σαν άλλος θεός κι εκείνος είχε δώσει το δικαίωμα στους πολίτες του να τρώνε από τους καρπούς όλων των δέντρων,αλλά τους απαγόρευε να τρώνε από το δέντρο του Καλού.
Και οι πολίτες δέχονταν να ζουν με τον τρόπο αυτόν μέσα στην πόλη εκείνη.
Αν ήθελαν ας έκαναν κι αλλιώς-ο πέλεκυς του νόμου,που δεν περιλάμβανε στα δικαιώματα που έδινε στους πολίτες και το δικαίωμα στην ευτυχία,έπεφτε βαρύς πάνω στα κεφάλια τους όταν προσπαθούσαν να ζήσουν κι αυτοί ανθρωπινά.
Στον επιτάφιό του βλέπουμε λοιπόν ότι ο Περικλής βρίζει τους φτωχούς μπροστά στα ίδια τους τα μάτια και τα αυτιά,κι εκείνοι τον ακούνε αδιαμαρτύρητα.Σαν πρόβατα.
Και ο Περικλής συνεχίζει λέγοντας πως ναι μεν όλοι έχουν ίσα δικαιώματα αλλού,όμως,όταν πρόκειται να διαλεχτούν οι κυβερνήτες της πολιτείας,τότε δεν γίνεται κυβερνήτης ο κάθε πολίτης,αλλά ο ικανότερος.
Ας προσπαθήσουμε να δούμε ποιος μπορεί να ήταν ο ικανός για τα αξιώματα της πολιτείας στην αρχαία Αθήνα.
Θα ήταν ίσως ένας μανάβης που από μικρό παιδί δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ για το μεροκάματο; ΄Οχι βέβαια.
Ποιος θα ήταν;
Μήπως ένας μπακάλης,ένας ιχθυοπώλης,ένας βιοτέχνης;
΄Οχι βέβαια.
Ποιος θα μπορούσε να είναι ο ικανότερος;Μα ποιος άλλος από ένα
πλουσιόπαιδο που θα είχε το χρόνο και το χρήμα να σπουδάσει τις επιστήμες και τις τέχνες που απαιτούνται για τον σκοπό αυτόν;
Οι φτωχοί λοιπόν έξω και από τη διοίκηση της πολιτείας.
Ωραία πόλις,ηθική,αγγελικά πλασμένη...

Στο 37-2 διαβάζουμε: "Δεν κυττάζουμε υποψιασμένοι ο ένας τον άλλον στις καθημερινές μας δουλειές' δε θυμώνουμε με το γείτονά μας αν τυχόν κάνει κάτι κατά την όρεξή του,κι ούτε παίρνουμε την όψη του πειραγμένου,πράγμα που αν δε βλάφτει όμως στενοχωρεί τον άλλο."
Αλήθεια τι θαυμαστή επίτευξη!Ο πλούσιος δεν παίρνει την όψη του πειραγμένου όταν βλέπει τον φτωχό να πεινάει,γιατί ο φτωχός μπορεί να στενοχωρηθεί απ΄ αυτό,και τότε πάει η δημοκρατία που δεν ανέχεται να στενοχωρεί ο ένας τον άλλο.Αλλά ούτε ο φτωχός παίρνει την όψη του πειραγμένου όταν βλέπει τον πλούσιο να του πίνει το αίμα,γιατί τώρα θα υπήρχε ο φόβοε ο πλούσιος να στενοχωρηθεί από αυτό,και τότε πάει περίπατο όχι μόνον η δημοκρατία αλλά και ο ίδιος ο φτωχός...Εδώ η λογική λέει πως έχουμε να κάνουμε ή με ένα λαό ηλιθίων ή με ένα λαό που η καταπίεσή του από την εξουσία είχε τόση ζημιά κάνει μέσα του,που είχε γίνει εσωτερική καταπίεση και άγχος,με συνέπεια έναν άθλιο τρόπο ζωής.Και επειδή ηλίθιος τόσο πολύ κανένας λαός δεν είναι,ισχύει το δεύτερο σκέλος της υπόθεσης,πως ο αθηναίος πολίτης ήταν τρομοκρατημένος μέχρι βουβαμάρας.
Φαίνεται πως η πλύση εγκεφάλου που έκανε ο Περικλής στους Αθηναίους,τους είχε κάνει ανίκανους όχι μόνο να διαμαρτυρηθούν ή να αντιδράσουν σε κάτι άδικο που τους γινόνταν,αλλά ούτε ακόμα και να συνειδητοποιήσουν ότι αδικούνται.Μόνο γελούσαν και ευχαριστιόνταν,μας λέει ο Περικλής, όταν το άδικο τους χτυπούσε.
Πόσο μεγάλος πρέπει να ήταν ο τρόμος που είχε βάλει ο Περικλής μέσα στις ψυχές των άμοιρων αθηναίων που αυτοί ούτε την όψη του πειραγμένου να μην μπορούν να πάρουν όταν νιώθανε πάνω στο πετσί τους την αδικία και τον εμπαιγμό του ισχυρού διπλανού τους..
Και δεν είναι καθόλου δύσκολο να εξηγήσουμε την κατάσταση αυτήν.΄Οταν ο φτωχός αθηναίος δεν έχει τα χρήματα που απαιτούνται για να πάει στα δικαστήρια όταν αδικείται,οταν ο πλούτος είναι εχέγγειο ατιμωρησίας,όταν η κλίκα του Περικλή λύνει και δένει στην Αθήνα,όταν βλέπει πώς τιμωρούνται οι "σύμμαχοι" που τολμούν να σηκώσουν κεφάλι,τότε πώς αυτός θα διανοηθεί να σηκώσει το δικό του;
Κι αν κανένας από τους αθηναίους πολίτες είχε κάποιαν ελπιδοφόρα υποψία πως τα πράγματα δεν είναι τόσο τρομερά όσο δείχνουν,και θαρρούσε πως είχε περιθώριο άμυνας,αυτός,πηγαίνοντας στο θέατρο,έπαιρνε την σίγουρη απάντηση από το παράδειγμα που αυτό έδινε με τις παραστάσεις του,ώστε ο άμοιρος πολίτης εγκατάλειπε κάθε ελπίδα και ξαναγύριζε με σκυμμένο το κεφάλι στο μαντρί από όπου είχε προσπαθήσει να βρει έξοδο.
.
Τα θεωρικά ήσαν χρήματα που δίνονταν στους φτωχούς για να πάνε στο θέατρο.
°Από τον θεσμό αυτό των θεωρικών,φαίνεται όλη η σαπίλα του αθηναϊκού καθεστώτος και όλη η βρωμιά του ξεσκεπάζεται,αν κανείς θέλει να δει τα πράγματα όπως είναι,και όχι όπως τα βλέπει ένας ομοτράπεζος του Περικλή-ένας απολογητής της πλουτοκρατίας.
Και να γιατί: αν οι αθηναίοι δεν είχαν λεφτά να πάνε στο θέατρο,καταλαβαίνει κανείς τη φτώχεια που τους έδερνε.
Αν πάλι είχαν λεφτά να πάνε στο θέατρο και δεν πήγαιναν,καταλαβαίνει πάλι κανείς ότι δε θέλανε να πάνε στο θέατρο.
Και όταν μιλάμε για θέατρο στην αρχαία Αθήνα,μιλάμε για ένα μέσο προπαγάνδας,μιλάμε για ένα μέσο που με αυτό περνούσε τη γραμμή της η κυβερνώσα κλίκα,μιλάμε για την κρατική τηλεόραση της εποχής.Και είναι γνωστή η αυστηρότατη λογοκρισία στην οποία υποβάλλονταν κάθε έργο πριν ανεβεί στη σκηνή του θεάτρου.
Οι "μη υποψιασμένοι","μη θυμώνοντες" και "μη πειραγμενοι" λοιπόν αθηναίοι,σπρώχνονταν από την πολιτεία να πάνε στο θέατρο,για να ακούσουν το κήρυγμα της ισοπέδωσης,για να μάθουν το τίμημα της ανυπακοής,και για να μπορούν να συνεχίσουν να ζουν έτσι καταπιεσμένοι στην Αθήνα,την πόλη που θα φημίζεται για αιώνες μετά την εξαφάνισή της,σαν η πόλη που σε αυτήν γεννήθηκε η δημοκρατία και η ελευθερία.Τερατογενέσεις πράγματι.

Και ο αρχιτέκτονας του χρυσού αιώνα της Αθήνας συνεχίζει στο 37-3: "...είναι πιο πολύ από εσωτερικό σεβασμό που δεν παρανομούμε,στους άρχοντές μας κάθε φορά πειθαρχικοί και στους νόμους,και μάλιστα σε όσους από αυτούς έχουν γίνει για να βοηθούν τους αδικημένους,και σε όσους,και άγραφοι που είναι,όμως φέρνουν ντροπή ομολογημένη."
Με "εσωτερικό σεβασμό" ο Περικλής εννοεί εξωτερικόν καταναγκασμό.Γιατί η πειθαρχία στους άρχοντες όταν αυτοί αδικούν,δεν δείχνει εσωτερικό σεβασμό,αλλά τρόμο για τις συνέπειες μιας ανυπακοής.Και το παράδειγμα το έχουμε μπροστά μας,είναι αυτή τούτη η συγκέντρωση των πολιτών στην οποία μιλάει ο Περικλής.Μιλάει σε ανθρώπους που έχασαν μέλη αγαπημένα της οικογένειάς τους σε έναν πρόσφατο,που μάλιστα την ώρα αυτή της ομιλίας συνεχίζεται,πόλεμο.Πόλεμο που ο ίδιος ο Περικλής επιζήτησε,πόλεμο που μπορούσε να έχει αποφύγει χωρίς να βλαφτεί ούτε η δόξα ούτε η ευμάρεια της αθηναϊκής πολιτείας.Και πώς αλλιώς θα εξηγιόταν η στάση των πολιτών να ακούνε να τους μιλάει για πειθαρχία στους άρχοντες ο άρχοντας που με τις αποφάσεις του δημιούργησε στους ακροατές του τόσες δυστυχίες στον πρώτο κιόλας χρόνο του πολέμου,παρά σαν μια στάση μοιρολατρείας αλλά και τρόμου για τις συνέπειες μιας αντίδρασης;
Αλλά πιο πειθαρχικοί ήσαν οι αθηναίοι,μας λέει ο ομιλητής,στους νόμους που είχαν γίνει για να βοηθούν τους αδικημένους.
΄Ωστε στην Αθήνα υπήρχαν και αδικημένοι! Κατά λάθος θα αδικούνταν βέβαια...Γιατί σε μια τέλεια πόλη όπως στην Αθήνα του Περικλή έτσι όπως την περιγράφει ο Θουκυδίδης,θα είχαν παρθεί όλα τα ανθρωπίνως δυνατά μέτρα για να αποφευχθεί κάθε αδικία.
Ας φωτίσουμε όμως και αυτή την αποστροφή του λόγου.
Ξέρουμε ότι στα δικαστήρια της Αθήνας σπάνια κατάφευγαν οι πολίτες για να βρουν το δίκιο τους όταν ο αντίδικος συνέβαινε να είναι πλούσιος.Και αυτό επειδή ο δικηγόρος -δηλαδή ο ρήτορας που έγραφε τον λόγο υπεράσπισης των κατηγορουμένων-ζητούσε τόσο πολλά χρήματα που οι φτωχοί κατά κανόνα δεν είχαν να πληρώσουν.
Το ίδιο απρόθυμοι ήσαν οι φτωχοί αθηναίοι,οι περισσότεροι αθηναίοι δηλαδή,να πάνε στο δικαστήριο και όταν ακόμα ήσαν όχι ενάγοντες ή κατηγορούμενοι,αλλά και ένορκοι.Στην περίπτωση αυτή η απροθυμία τους οφειλόταν στο γεγονός ότι οι πολίτες θα έχαναν το μεροκάματο.Τέτιος φόβος δεν υπήρχε φυσικά για τους πλούσιους ενόρκους,με αποτέλεσμα να δικάζουν πρακτικά μόνον οι πλούσιοι.Και καταλαβαίνουμε τι συνέπεια είχε αυτό-τις δίκες τις κέρδιζαν οι πλούσιοι.
Με ποιον τάχα τρόπο εννοεί ο Περικλής πως οι αδικημένοι δικαιώνονταν;
Κανείς δεν ξέρει,μιας και ο λόγος δεν μπαίνει σε λεπτομέρειες εκεί που δεν τον συμφέρει.
Αλλά,μας λέει το κείμενο του λόγου, οι αθηναίοι είχαν να υπακούν και σε άγραφους νόμους,που μάλιστα αν παραβαίνονταν θα έφερναν ντροπή στον παραβάτη.
Μπορούμε να υποθέσουμε με βεβαιότητα τέτιους νόμους.΄Ενας θα ήταν ο νόμος που απαγορεύει την κλοπή,άλλος εκείνος που απαγορεύει το αντιμίλημα στους άρχοντες και στους κάθε λογής ισχυρούς.
Πήραμε μιαν ιδέα της αθηναϊκής δικαιοσύνης.
Στο 38 ακούμε ότι η μια γιορτή ερχόταν μετά την άλλη για να διασκεδάζουν οι αθηναίοι.Οι γνωστές φιέστες για να αποξεχνάει ο λαός τα βάσανα και τα δικαιώματά του,και για να μην ξεσηκώνεται.Οι σύμμαχοι,δηλαδή οι υπόδουλοι στην Αθήνα υπόλοιποι έλληνες,πληρώνανε κάθε χρόνο το χαράτσι τους στην ισχυρή Αθήνα.Οι αποικίες αρμέγονταν,οι δούλοι δούλευαν.Γιατί οι πλούσιοι αθηναίοι να μην καλοπερνούσαν με γιορτές και πανηγύρια (αλλά και φιλοσοφώντας,όπως θα δούμε πιο κάτω);
Ακόμα εδώ μαθαίνουμε πως αγαθά έρχονταν από μακρινά μέρη του κόσμου,και πως τα αγαθά αυτά τα απολάμβαναν οι αθηναίοι με τόσην οικειότητα σαν να τα είχε παράγει η δική τους γη.
Τόσο φυσικό αισθάνονταν να δουλεύουν άλλοι γι αυτούς.
Εκείνο που δεν μας λέει ο Περικλής είναι πόσοι από τις εκατό χιλιάδες αθηναίους-δεν μιλάμε για τους δούλους και τις γυναίκες-είχαν την οικονομική δύναμη να αγοράσουν αυτά τα αγαθά.΄Ομως αυτό μας το λένε άλλες πηγές.Και οι άλλες αυτές πηγές μας λένε ότι οι λίγοι απολάμβαναν τα αγαθά που έφερνε στην Αθήνα ο Περικλής.
Στο 39 ο Περικλής συγκρίνει τη Σπάρτη με την Αθήνα για να αποδείξει πως η ζωή των αθηναίων είναι πιο ξεκούραστη στον καιρό της ειρήνης,χωρίς όμως και να υστερούν αυτοί στον πόλεμο όταν έρθει κι αυτουνού η ώρα.
Δε διστάζει προτερήματα της σπαρτιατικής ζωής να τα βαφτίζει ελαττώματα,ώστε να αποδείξει την ανωτερότητα της αθηναϊκής κοινωνίας,με απώτερο σκοπό να δεχτούν οι ακροατές του ότι για μια τέτια πατρίδα όπως η Αθήνα,αξίζει να πεθαίνουν νέοι άνθρωποι,όπως αυτοί πάνω στα πτώματα των οποίων τώρα ο ίδιος ο Περικλής με τον επιτάφιό του ασελγούσε..
Φαγητό και διασκέδαση για τους λίγους και πόλεμος για όλους είναι λοιπόν τα ιδανικά του Περικλή,και ακόμα η παράδοση στους απογόνους μιας ελεύθερης πατρίδας.Πέρα όμως από αυτά δεν βλέπουμε να υπάρχει στην Αθήνα η επιδίωξη κάποιου ιδανικού,που η ύπαρξή του θα δικαίωνε την υστερότερη φήμη της Αθήνας σαν της πόλης του φωτός του αρχαίου κόσμου.Σε έναν λόγο τέτιας επιδίωξης και εμβέλειας θα περίμενε κανείς να ακούσει κάτι και για ηθική,για πνευματικούς προβληματισμούς,για κάποιον σκοπό της ζωής πέρα από τα γνωστά και κοινά για όλους τους λαούς του κόσμου επιτεύγματα και αναζητήσεις.Παρά ακούμε να αντιπαρατάσσεται στον τρόπο ζωής των σπαρτιατών ο τρόπος ζωής των αθηναίων,και με βάση αυτή την αντιπαράθεση και μόνον να επιζητείται να δειχτεί η ανωτερότητα της Αθήνας,
Καταλαβαίνει κανείς πως αυτά ενδιαφέρουν τις μάζες,και γι αυτό εκεί επικεντρώνει το ενδιαφέρον του ο Περικλής.Οι μάζες όμως των αθηναίων-ο λαός των αθηναίων-δεν θα έπρεπε να δονείται από υψηλότερα ιδανικά πέραν της διαπίστωσης ότι η καθημερινή ζωή του είναι πλουσιότερη από αυτήν των σπαρτιατών,αν θέλουν μερικοί σήμερα να τον παρουσιάζουν σαν τοω ιδανικό λαό που για μια φορά φάνηκε στης γης το χώμα;
Αλλά ας τελειώσουμε και με αυτή την παράγραφο του επιτάφιου,λέγοντας έναν καλό λόγο για τον Περικλή,ή αν θέλετε για τον Θουκυδίδη:ότι δεν κατηγόρησε τους σπαρτιάτες για τη χυδαία συνήθειά τους να πηγαίνουν με γυναίκες.
"Αγαπάμε το ωραίο και μένουμε απλοί".Και πάλι:"Ο πλούτος είναι για μας αφορμή για έργα παρά για παινεψιές και λόγια",διαβάζουμε στο 40-1.
Γιατί όχι;Απλοί και χωρίς να λένε πολλά λόγια μένουν όσοι μ΄ ένα νεύμα τους μπορούν να τσακίσουν όποιον τους αμφισβητήσει κάποιο τους δικαίωμα.Γιατί να φωνάζουν,να χειρονομούν,να παινεύωνται ακόμα;Η κατάσταση είναι γνωστή σε όλους-όποιος παίζει με σημαδεμένη τράπουλα δεν εξάπτεται.
Στο ίδιο,το 40-1,μας ανακοινώνει ο αρχηγός της αθηναϊκής δημακρατίας ότι οι αθηναίοι "αγαπούν" να φιλοσοφούν.
Ας σταθούμε λίγο εδώ για να δούμε τη φιλοσοφία των αθηναίων.
΄Ολες τις φιλοσοφικές σχολές θα τις βρούμε στην Αθήνα του Περικλή.Είτε σαν δημιουργήματα των γηγενών,είτε σαν διδασκαλίες ξενόφερτων,κύρια από τη Μικρά Ασία,φιλόσοφων.
΄Ομως από όλες τις φιλοσοφίες επικράτησαν εκείνες που υπηρετούσαν και που μέχρι και σήμερα υπηρετούν την πλουτοκρατία.Οι άλλες εξαφανίστηκαν από άμεσα χτυπήματα της τότε εποχής-η διδασκαλία τους δεν "διαφημιζόταν",τα βιβλία τους δεν προωθούνταν,οι ιδέες τους δεν εφαρμόζονταν.Παραδείγματα: ο Σωκράτης καταδικάστηκε να πιει το κώνειο γιατί "εισήγαγε καινά δαιμόνια".Ο Αναξαγόρας,όταν ήρθε να διδάξει στην Αθήνα,καταδικάστηκε σε θάνατο επειδή δίδασκε ότι ο ήλιος δεν είναι θεός αλλά μια διάπυρη μάζα.Σώθηκε και φυγαδεύτηκα από τον Περικλή που ήτανε προσωπικός του φίλος.Ο Πλάτωνας ήθελε να κάψει τα βιβλία του Δημόκριτου που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα.Εμποδίστηκε από τους πυθαγορικούς Αμύκλα και Κλεινία,που του είπανε πως δεν θα πετύχαινε σπουδαία πράγματα με την πράξη του αυτήνε,μιας και τα βιβλία του Δημόκριτου κυκλοφορούσαν και εκτός Αθηνών.Αλήθεια,όλα τα έχουν όχι μόνον πει,αλλά και όλα τα έχουν κάνει οι αρχαίοι έλληνες'ούτε ο Χίτλερ δεν ήτανε πρώτος όταν έκαιγε τα βιβλία των εβραίων.
Αλλά μιας και το έφερε η κουβέντα,ας πούμε πως ούτε η Μαφία είναι εφεύρημα των ιταλών.Γιατί στην Αθήνα υπήρχαν οι καλούμενοι "συκοφάντες",οι οποίοι έπαιρναν χρήματα από πολίτες για να μη τους συκοφαντήσουν για κάτι που δεν είχαν κάνει.Και οι πολίτες τα έδιναν τα χρήματα αυτά για τον λόγο που είπαμε πιο πάνω,ότι δηλαδή τα δικαστήρια,που θα έδειχναν ίσως πως αυτοί δεν έκαναν την πράξη για την οποία κατηγορούνται,ήθελαν τόσο πολλά λεφτά για τους ρήτορες,που ήτανε συμφερότερο να υποκύψουν στονεκβιασμό.
Βλέπουμε και από αυτά πόσο δημοκρατία ήτανε η δημοκρατία της Αθήνας,πόσο αγγελική ήταν η αθηναϊκή κοινωνία,και τέλος πόσο δικαιοσύνη ήταν η δικαιοσύνη της.
΄Ετσι επικράτησαν οι συντηρητικές φιλοσοφίες,και κύρια η φιλοσοφία του Πλάτωνα,η οποία στήριξε τους ισχυρούς κάθε εποχής,μιας και,επειδή τους βοηθούσε στην καταδυνάστευση των αδύναμων,την υιοθέτησαν σαν την κυρίαρχη και αλάθητη φιλοσοφία.
Και όλοι μαθαίνουν από τότε πως υπάρχει μια ψυχή που πετάει σαν αφτέρουγο πουλάκι στο σύμπαν,περιμένοντας με αγωνία πότε θα γεννηθεί ο άνθρωπος για να πάει να εγκατασταθεί μέσα του,πως υπάρχουν οι ιδέες,οι οποίες κι εκείνες προϋπήρχαν πάντοτε κάπου εκεί ψηλά,ξέροντας,οι πονηρές,πως κάποτε θα ερχόταν ο άνθρωπος για να τον υπηρετήσουν,και πως το αγαθόν ταιριάζει μόνον στων ευγενών τη φάρα..
Και η δύση ακολούθησε τις φιλοσοφικές επιταγές του Πλάτωνα για να φτάσει σήμερα στα χάλια που έχει,
Αν ο Πλάτωνας,μαζί με την τάση του για το φιλοσοφείν,ήτανε ένας μεροκαματιάρης,και αν και πάλι έγραφε φιλοσοφικά βιβλία,τότε,με την προϋπόθεση ότι αυτά δεν θα καταστρέφονταν,ίσως να βοηθούσαν τον κόσμο οδηγώντας τον προς την ευτυχία του-γιατί τότε δεν θα αεροβατούσε,παρά θα έσκυβε με αγάπη επάνω στα προβλήματα τα πρακτικά του ανθρώπου.
΄Ομως ο Πλάτωνας ήτανε αυτό που ήτανε-ένας καλοζωϊσμένος αριστοκράτης που δεν ήξερε τι θα πει πόνος και δυστυχία.
Στο 40-4 βλέπουμε ότι πιθανόν ο Πανάγαθος,όταν έφτιαξε τους αγγέλους,άφησε μερικούς παράμερα για να τους στείλει στην αρχαία Αθήνα όταν εμφανιζόταν ο Περικλής,για να έχει αυτός αγγελικούς υπηκόους.Αλλιώς δεν εξηγείται η ομοιότητα στη νοοτροπία των αγγέλων και στη νοοτροπία των αθηναίων όπως μας την παρουσιάζει εδώ ο Περικλής:"Και στην καλή διάθεση απέναντι στους άλλους δεν έχουμε την ίδια γνώμη με τον πολύ κόσμο."(αλλίμονο,δεν θα διέφεραν κι εδώ από τους άλλους προς το καλύτερο-όπως και στα άλλα;)"Τους φίλους μας ζητούμε να τους κερδίσουμε με το να κάνουμε εμείς καλό,όχι οι άλλοι σε μας.Κι είναι πιο σίγουρος εκείνος που κάνει το καλό ότι θα κυττάξει τη χάρη που του χρωστούν να την κρατήσει με τη συμπάθεια που θα δείχνει σ' αυτόν που ωφέλησε."
Όλοι έρουν το καλό που οι αθηναίοι έκαναν στους συμμάχους τους,και ακόμα περισσότερο πόση "συμπάθεια" έδειχναν σ' αυτούς,προκειμένου να κρατήσουν τη "χάρη" που οι σύμμαχοι χρωστούσαν σ' αυτούς...
Αλλά εδώ,στο 40-1,βρίσκεται και η πεμπτουσία του παραληρήματος του Περικλή,βρίσκεται το ζουμί όλης της υπόθεσης του ανθρώπινου δράματος,βρίσκεται συμπυκνωμένο το ευαγγέλιο των καταπιεστών και των εκμεταλλευτών του ανθρώπου από τα κτήνη.
Διαβάζουμε λοιπόν (εμείς είμαστε που χρησιμοποιούμε κεφαλαία γράμματα):"ΚΑΙ ΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΕΧΤΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΤΡΟΠΗ.ΠΙΟ ΝΤΡΟΠΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΚΥΤΤΑΞΕΙ ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΝΑ ΤΗΝ ΞΕΦΥΓΕΙ."
Μ' άλλα λόγια:δυλέψτε σκλάβοι.Και μη φοβόσαστε,δεν πρόκειυαι να σας κατηγορήσουμε επειδή δεν έχετε λεφτά(διότι εμείς τα έχουμε όλα),ούτε και θα σας ανεχτούμε όμως τεμπέληδες(γιατί τότε ποιος θα συντηρεί και θα μεγαλώνει τον πλούτο μας;)
Αυτά λέει ο πολύς Περικλής στους "δημοκράτες" αθηναίους,τους "συνειδητούς πολίτες",στα τρομοκρατημένα αυτά όντα που δεν τολμούν ούτε να σκεφτούν πως ό,τι ακούνε είναι η μεγαλύτερη ύβρις και για τους ίδιους και για τους νεκρούς τους.Υποταγμένα όντα-να οι δημοκράτες του Περικλή όπως και κάθε Περικλή σύγχρονου ή και παλιού.Δικτατορία με νόμους επικυρωμένη ώστε κανείς να μην μπορεί να την αμφισβητήσει -αφού τέτιες συνθήκες είχαν επιβάλει στην πολιτική ζωή της Αθήνας οι κατέχοντες,που κάθε τέτια αμφισβήτηση θα θεωρούνταν προδοσία.Η θεωρί α για το δίκαιο του ισχυρότερου σε πλήρη άνθιση και καρποφορία.Ή ζούγκλα σε ολόκληρη τη μεγαλοπρέπειά της-ιδού η δημοκρατία της Αθήνς του Περικλή,όπως ιδού η δημοκρατία του Παρισιού, ιδού η δημοκρατία του Βερολίνου,ιδού η δημοκρατία των Βρυξελλών,ιδού η δημοκρατία της Ρώμης,ιδού η δημοκρατία του Καϊρου,ιδού η δημοκρατία του Πεκίνου.
Αφού όμως έτσι έχουν τα πράγματα,θα διασώζαμε τουλάχιστο την αξιοπρέπειαα και της παλιάς Αθήνας,και των σύγχρονων μιμητών της,αν ονομάζαμε το πολίτευμά της αντί δημοκρατία δικτατορία.
Ούτε όμως την αξιοπρέπεια αυτή δεν έχουμε ούτε εμείς ούτε οι αρχαίοι αθηναίοι,ούτε και όσοι ασχολούμενοι με αυτούς,τους αποκαλούν,αναισχύντωσ.δημοκράτες.
Αλλά ο Περικλής δεν αφήνει περιθώρια ούτε ατομικής αξιοπρέπειας στους αθηναίους.Γιατί θα ήταν αλήθεια αξιοπρεπής όποιος διαχώριζε τη θέση του από τη βρωμερήν αυτή μάζα και αποτραβιόταν σε μια καλύβα και τρεφότανε με τρόφιμα που ο ίδιος καλλιεργούσε,μη μετέχοντας σε αυτή την κτηνώδη κοινωνία του αλληλοφαγώματος και της ηθικής κατάπτωσης.Η προτροπή όμως του μέγα Περικλή άλλα επιτάσσει:"όποιος δεν συμμετέχει στα κοινά είναι άνθρωπος άχρηστος"!
41-1:"Η πόλη μας είναι το σχολείο της Ελλάδας".
Εδώ η δουλεία,η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο,ο σκοταδισμός,η δεισιδαιμονία,η τεμπλιά,προβάλλονται σαν τάξεις στο σχολείο του τότε έλληνα.
Αλλά δυστυχώς για τον άνθρωπο,η Αθήνα υπήρξε και το σχολείο γι όλη την ανθρωπότητα,γι αυτό και η ανθρωπότητα έχει τα χάλια που έχει.Αν η ιστορία μελετούσε και τις υποθετικές εξελίξεις του κόσμου-πράγμα αδύνατο-,θα στεκόταν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον μπροστά στο καλό που θα είχε η ανθρωπότητα στην περίπτωση που η Αθήνα δεν είχε υπάρξει.Ίσως τότε αυτή
να είχε ακολουθήσει δρόμο άλλον,ο οποίος με συμπράττουσες και άλλες ,πιθανές τότε,συνιστώσες,θα είχε ίσως οδηγήσει στην ευτυχία του ανθρώπου.
Αλλά έχουμε κι άλλα δείγματα παραληρητού από τον πρώτο πολίτη της Αθήνας,που τη δημοκρατία του που εδώ παινεύει ο Θουκυδίδης,σε έλλο σημείο του έργου του την χαρακτηρίζει με το αληθινό της όνομα:"ενός ανδρός αρχή"
Και είναι το δείγμα αυτό το ακόλουθο,από το 41-3:"η πόλη μας είναι η μόνη από τις τωρινές,που ούτε στον εχθρό,που ήρθε να τη χτυπήσει,δίνει να θυμώσει,από τι ανθρώπους κακοπαθεί,ούτε στον υπήκοο να παραπονεθεί ότι τον εξουσιάζουν ανάξιοι".
Δικτάτορας που επαίρεται ότι υποτάσσει έτσι τους δούλους του,που αυτοί να μη δυσανασχετούν για την υποταγή τους,πώς θα χαρακτηριζόταν αλήθεια από ανθρώπους που μπορούν να σκέφτωνται;
Το αφήνω στην κρίση των αναγνωστών,που αν δεν μπορούν να δώσουν τον χαρακτηρισμό που αρμόζει,δεν έχουν λόγο να ξαναπιάσουν στα χέρια τους αυτό το κείμενο γιατί δεν μιλάει με τη δική τους γλώσσα.
Αλλά και άλλη αντίθεση των αθηναίων με τους υπόλοιπους ανθρώπους:"Και μόνο εμείς κάνουμε άφοβα το καλό στον ένα και στον άλλο,πιο πολύ γιατί έχουμε την πίστη πως είμαστε άνθρωποι λεύτεροι,παρά γιατί λογαριάζουμε το συμφέρον μας".Ναζωραίε,τώρα το ξέρουμε,το βάθρο της διδασκαλίας σου,το "αγαπάτε αλλήλους" το έκλεψες από τοω επιτάφιο του Περικλή.
Στο 41-5 το συμπέρασμα:για μια τέτια πόλη αξίζει να πεθαίνει κανείς,όπως πέθαναν και αυτοί που σήμερα τιμούνται,αλλά αξίζει να πεθάνουν κι άλλοι για χάρη της.Απαραίτητο συμπέρασμα βέβαια.Άλλωστε γι αυτό το συμπέρασμα δεν εκφωνήθηκε και ο λόγος ολόκληρος;
Στη συνέχεια,στο 42,βλέπουμε τον Περικλή,σαν παντοδύναμος που είναι,να δίνει άφεση όλων των αμαρτιών εκείνων που έπεσαν για την πατρίδα-και αν ακόμα κάποιος από αυτούς που έπεσαν υπέρ πατρίδος ήτανε "κάπως κακός"(γιατί ποιος αθηναίος θα μπορούσε να είναι πολύ κακός;),όταν πέθαινε πολεμώντας διαγράφονταν όλες του οι αμαρτίες.Κάπως όπως διαγράφονται οι μαρτίες των μωαμεθανών που πεθαίνουν για την πατρίδα.Νομίζει κανείς πως πηγή για τον χριστιανισμό και για τον μωαμεθανισμό δεν ήταν η θρησκεία των εβραίων,αλλά ο επιτάφιος του Περικλή.
Πιο κάτω,στο 42-4,ομολογεί ο Περικλής πως ο πόθος των φτωχών (ώστε λοιπόν υπήρχαν και φτωχοί στην Αθήνα..Όμως όλοι τόσο ποτισμένοι από την Περίκλεια δημοκρατία,που σημασία δεν έδιναν στην φτώχεια τους,μπροστά στις μεγαλομανείς ιδέες της κλίκας του Περικλή),ήτανε να γίνουν μια μέρα πλούσιοι,και μάλιστα ότι ο πλούτος ήτανε σκοπός ζωής,ώστε να θεωρείται πως η θυσία του πόθου αυτού,που συνίστατο στον θάνατο για την πατρίδα,εθεωρείτο και το μέτρο της αγάπης (του φτωχού)για την πατρίδα.
Αλλά στο ίδιο μαθαίνουμε ότι τόσο οι αθηναίοι ήσαν άσχετοι προς τον φόβο,ώστε πεθαίνοντας,εγλίτωναν όχι από τον φόβο(που ποτέ δεν θα μπορούσαν να νιώσουν),αλλά από την ιδέα ότι θαα μπορούσαν να φοβηθούν.
Τέτιες ασυναρτησίες αλλά και άλλες παρόμοιες που θα μπορούσε κνείς να αναφέρει εδώ αν ήθελε να μακρυγορήσει,θα δικαιολογούνταν από την σκοπιμότητα της δημιουργίας μιας θρησκείας.Μήπως αυτό επεδίωκε ο Θουκυδίδης;Αν όχι αυτό,κάτι παρόμοιο πάντως,το οποίο και πέτυχε,την αναγόρευση δηλαδή της Αθήνας σε πατρίδα της "δημοκρατίας" από κείνους που είχαν και έχουν συμφέρον να συντηρούν τέτιες "δημοκρατίες".
Ας όψεται η γλώσσα που είχε εδραιωθεί,βαφτίζοντας "μεγάλους" όσους έγραψαν σ' αυτή,όσες βλκείες κι αν είπαν με τ γραφτά τους αυτά.
Στο 43 ακούμςε πως ο πολίτης της Αθήνας ήταν τόσο δεμένος με την πόλη,η μονάδ με το σύνολο,που δεν δίσταζε να πεθαίνει γι το συμφέρον της ολότητας.Και αυτό όχι όπως πεθαίνοτυν οι δούλοι ή οι εξαναγκασμένοι για τούτο υπήκοοι άλλων ,ανελεύθερων και ανάλγητων για τους κατοίκους τους πόλεων,αλλά όπως πεθαίνουν ;νθρωποι ελεύθεροι ένα συνειδητόν θάνατο για την αγαπημένη τους πατρίδα,Ξέρουμε όμως πως από τους αθηναίους οι περισσότεροι ζούσαν μια ζωή καταπιεσμένη,ανελεύθερη,δυστυχισμένη.Πώς θα μπορούσε οι δυστυχείς και φτωχοί ναα δώσουν τη ζωή τους για μια πατρίδα που τους έκανε δυστυχείς;Θα πρ;πει ή να εξαναγκάζονταν σ' αυτό,ή να ήσαν πνευματικά ανάπηροι που να παίρνουν τη δυστυχία τους για ευτυχία.Κατά τη γνώμη μς συνέβαιναν και τα δύο για διάφορα άτομα ή σύνολα ατόμων-πως η πλύση του εγκεφάλου των θηναίων από το θέτρο από τη μια.και από την άλλη η τρομοκρατία τους από τους άνομους νόμους ήτανε το αίτιο γι αυτή τους τη "θυσία" υπέρ της πατρίδας.
Στο 43-1 φτάνει ακόμ,γι να ερεθίσει τη φτιαχτή φιλοπατρία των αθηναίων ,να χρησιμοποιήσει μως και το ερωτικό αίσθημά τους.Τους υποδείχνει ν' αγαπήσουν την πατρίδα σαν ερωμένη.(το ΆσμαΑσμάτων,οι ύμνοι για την Παναγία και ο Νυμφίος που έρχεται εν τω μέσω της νυκτός μας έρχονται στο νου μέσα από τα πονηρά επιχειρήματα του Περικλή στην προσπάθειά του να κρατήσει τα κεκτημένα)
Στο 44-1 μαθαίνουμε πως ευτυχία είναι να πεθαίνει ο αγαπημένος των αθηνα:ικών σπιτιών για την πατρίδα,κι εκείνοι να τον θρηνούν.Πιο πάνω,στο 43-1,ο Περικλής ταυτίζει την ελυθερία με την ευτυχία.(μόνο που ο πεινασμένος δεν είναι ελεύθερος,οι αθηναίοι πεινούσαν,άρα οι αθηναίοι δεν ήσαν ευτυχισμένοι)Εδώ μας λέει ότι ευτυχία είναι να θρηνείς πάνω από τον τάφο του δικού σου ανθρώπου που έπεσε για την πατρίδα.Τέτια λατρεία του πολέμου δεν έχει ξαναφανεί.Συμπληρώνει,ευτυχώς,πως του είναι δύσκολο να τους κάνει να το πιστέψουν αυτό.Μπράβο του.
Στο 44-3 έρχεται η προτροπή-εντολή για την μεγάλη ανάγκη:την τεκνοποίηση από όλους-και από υτούς που έχασαν τα παιδιά τους σ' αυτό τον πόλεμο,γι να πεθλανουν σε κ;ποιον άλλο πόλεμο.Τι κτήνος πρέπει να κλείνει μέσα του ο Περικλής ώστε πριν θαφτούν τα παιδιά εκείνα,αυτός να τους ζητάει κι άλλα..Και δεν πρόκειται μόνο για απαίτηση.Τους προειδοποιεί και τους απειλεί μαζί,υπενθυμίζοντάς τους ότι όποιος δεν έχει παιδιά,δεν θα έχει λόγο στα κοινά..
°πευθύνται όμως και στα γερατειά ο αρχηγός της αθηναϊκής ηγεμονίς.Και τι τους λέει;"Ζήστε όσο ζείστε τρώγοντας τιμή.Γιατί λεφτά μην περιμένετε αφού πια δεν μπορείτε να δουλέψετε ή να πολεμήσετε.Γιατί,να ξέρτε,"χαρά δεν είναι να κερδίζει κανείς χρήματα,είναι να τον τιμούν"
Να λοιπόν ,κι άλλη χαρά μοίρασε ο Περικλής σε μια μερίδα των αθηναίων,όπως οι κινηματίες μοιράζουν ελυθερίες στο λαό.Τα λεφτά,που δε φέρνουν χαρά ούτε τιμή,τα φυλάνε για τον εαυτό τους και την κλίκα τους και οι Περικλήδες και οι Παπανδρέηδες. Τα υπόλοιπα όλα,δεν έχουν λόγο να μη τα μοιρ;ζουν αφειδώς..
Στο 45 πιάνει τώρα και τα παιδιά και τους αδερφούς όσων κείνται νεκροί μπροστά στα μάτια τους.Και τους θυμίζει-μη τύχει και κανένας το ξχάσει-πως κι εκείνοι,όταν λερθει ή ώρα πρέπει κι αυτοί να πεθάνουν-είχε δα πολύν κιρό ακόμα ο πόλεμος εκείνος για να τελειώσει..
Και τελειώνςει με τις γυνίκες που έμειναν δίχως άντρα,λέγοντάς τους αυτό που ήδη ξέρουν,δηλαδή να είναι φρόνιμες,γιατί έτσι θα έχουν δόξα.
Δόξα σε όλο το συγγενολόϊ.Να ένα μεγάλο κλό του πολέμου-μοιράζει τόσο απλόχερ τη δόξα..
Η τελευταία φράση του λόγου,"Τώρα,αφού αποκλάψει καθένας τον δικό του,πηγαίνετε στα απίτια σας",εμένα στ' αυτιά μου κούγεται σαν ανακούφιση που τελείωσε ο λόγος:"Ουφ! Τελείωσε και η δική μου υποχρέωση.Άντε τώρα,κλάψτε τους κι εσείς όπως είνι κι η δική σας υποχρέωση,και πηγαίνετε να συηεχίσετε τη ζωή σας φροντίζοντας εκείνα που σας είπα".
Βέβαια ο λόγος αυτός ποτέ δεν εκφωνήθηκε.Και δεν τον έγραψε ο Περικλής αλλά ο Θουκυδίδης.Και ο Θουκυδίδης ήθελε να δώσει το παράδειγμα ενός τέλειου κράτους -πόλης με το λόγο του αυτόν.Είπε δηλαδή ένα παραμύθι.Μ' αυτό συμφωνούμε,ένα παραμύθι πιο πάνω είτε πιο κάτω δεν βλάφτει.Βλάφτει όμως και πολύ μάλιστα,να παίρνουν στα σοβαρά μερικοί αδαείς ή καιροσκόποι το "μεγαλείο" της Αθήνας,και,ακόμα χειρότερο,να το προβάλουν για παράδειγμα προς μίμηση μιας θεν δήδημοκρατικής,ελεύθερης,δίκαιης πολιτείας.


Γεώργιος Χολιαστός

Ανώνυμος είπε...

Φίλε μου,που δεν ξέρω ούτε ποιος είσαι (δεν ξέρω να "διαβάζω" τα μπλογκς ακόμα),βλέπω ότι σε ενδιαφέρει-και μπράβο σου-ο Αλέξανδρος ο Α΄.
Για το λόγο αυτό σου στέλνω το έργο μου "Αλέξανδρος Α΄ο Μακεδών".
Γράφτηκε ύστερα από παράκληση φίλων ελληνοαμερικανών για να τους βοηθήσει στην εκστρατεία τους για την υπεράσπιση της ελληνικότητας της Μακεδονίας.
Στην Αμερική το βιβλίο αυτό έχει γίνει το Ευαγγέλιο των εκεί Ελλήνων. Το ίδιο και στην Αυστραλία,όπου ο αρχιεπίσκοπος το ανέβασε στο θέατρο (αφού πρώτα επικοινώνησε μαζί μου για να βεβαιωθεί ότι όσα αναφέρονται μέσα στο βιβλίο είναι αληθινά και όχι φαντασίες.
Εδώ στην Ελλάδα το βιβλίο αυτό το ξέρουν μόνο λίγοι ακόμα.
Στο στέλνω γιατί σού αξίζει-γιατί απ' ό,τι διάβασα, ξέρεις τι λες και πώς το λες.




Εκτός του Γ΄,υπήρξε και ο Αλέξανδρος ο Α΄.
Η γνώση γι αυτόν και για τη ζωή του μεγαλώνει τη μετρητή ελληνικότητα της Μακεδονίας για πολλούς αιώνες.







Γεωργίου Χολιαστού
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Α'
(έργο θεατρικό σε δεκαπέντε ανοίγματα)





Copyright: PAu1-784-859
Γιώργης Χολιαστός





ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Πρόλογος του έργου από το Είδωλο του Αλέξανδρου


Ο βασιλιάς Αλέξανδρος είμαι, ο Μακεδόνας
του βασιλιά του Αμύντα γιος. Επήρα τ' όνομά μου
από τον Πάρι-Αλέξανδρο, τον πρίγκηπα της Τροίας.
Το φως το είδα στις Αιγές, πρωτεύουσα του κράτους
το χρόνο της εξηκοστής τρίτης Ολυμπιάδας΄
κι ανάμεσα ογδονταμιάς έως ογδονταδύο
επέθανα,όντας ετών εβδομηντατεσσάρων.
Πήγα στον Άδη. Βρήκα εκεί τους συμπολεμιστές μου,
τους πατριώτες μου, κι αυτούς, τους άγιους μου προγόνους.
Ο Πλούτωνας αιώνια χαρίζει αταραξία
και είναι όλοι ανέγνιαστοι στου Άδη το βασίλειο.
Κάθε σκοτούρα κι έγνια του κανείς, εκεί πριν έμπει,
έξω απ' την πόρτα τη βαριά και μαύρη την αφήνει.
Μα όποιος στην απάνω γη κάποιον μεγάλο πόθο
μες στην ψυχή του έτρεφε, αυτόν αδύνατο είναι
να τονε βγάλει απ' αυτήν ακόμα και στον Άδη.
Όπως εγώ. Αν έκλεισα πάνω στη γη τα μάτια
τα 'χω εκει κάτω ανοιχτά. Κι ο νους μου εδώ αν 'κοιμήθη
μα εκεί κάτω ξάγρυπνος μένει, κι όλο δουλεύει.
Κι ο πόθος μου ένας μοναχά: η Ελλάδα, μ' ό,τι μέγα
μέσα της κλείνει είτε μικρό, μ' ό,τι άσχημο ή ωραίο-
η Ελλάδα! Η πατρίδα μου! Και σείς, οι αδερφοί μου!
Και όπου χώμα ελληνικό, κι όπου έλληνας υπάρχει
εκεί γυρνώ το βλέμμα μου κι εκεί γυρίζει ο νους μου.
Πονώ σε κάθε πόνο σας, χαίρομαι στη χαρά σας
κι όταν η Ελλάδα μου πονά, μαχαίρια με ξεσκίζουν.

Ακούω πολλούς πάνω στη γη να λένε τελευταία
ότι δεν ειν' ελληνική τάχα η Μακεδονία.
Κι άλλες φορές πρωτύτερα το 'χω αυτό ακούσει
μα δεν ταράχτηκα, γιατί, το ξέρω πως ανάγκη
δεν έχετε από μένανε-ξέρετε την αλήθεια
και είσαστ' έτοιμοι γι αυτήν και τη ζωή να δώστε.
Την έγνια μου όμως τράβηξε ενού έλληνα ο πόνος
για την Ελλάδα, που η πολλή αγάπη της τον καίει
και που ένα ποίημα θέλησε για μένανε να γράψει
που θα 'δειχνε ότι και πιο πριν από το βασιλέα
τον Μέγα τον Αλέξανδρο-κοντά διακόσα χρόνια,
και τη δικιά μου είχε ψυχή δικιά της η Ελλάδα.
Αλλά καθώς και ποιητής μεγάλος δα δεν είναι,
βασανιζόντανε πολύ για να τα καταφέρει.
Τον είδα και τον πόνεσα γιατί απ' τον ίδιο πόνο
κι εγώ καιγόμουν, και κανείς δε μ' ένιωθε όσο ζούσα.
Και μες στο πεθαμένο μου το σώμα η νια ψυχή μου
ανταριαζόνταν βλέποντας ανήμπορον εκείνον
να γράψει κάτι. Και γι αυτό απόφασιν επήρα
και πήγα και τον έβρηκα. Του έπιασα το χέρι
και τον οδήγησα εγώ, με τη δική μου γνώση
να γράψει αυτό το ποίημα για μένα που μιλάει.
Γιατί το έκανα; Μπορεί για τα παιδιά που ακόμα
δεν πρόλαβαν να μάθουνε καλά την Ιστορία.
Ίσως και για τους βλάστημους μικρούς είτε μεγάλους
που η Μακεδονία λεν ότι δεν ειν' Ελλάδα.
Πάλι, κακά τα ψέμματα, μα θα ειπώ και τούτο:
το 'κανα ίσως και γιατί ποθούσα να 'ρθω πάλι
στ' αγαπημένα μέρη μου και πάλι ν' αντικρύσω
ανθρώπους που ίδια πυρκαγιά φουντώνει στην ψυχή τους-
ανθρώπους που, καθώς εγώ, βλέπουνε στην Ελλάδα
την ίδια τους την ύπαρξη, τον ίδιο τον εαυτό τους.

Ας προχωρήσω όμως να πω λίγα που ακόμα θέλω
κι ύστερα παύω να μιλώ και δίνω τη σκυτάλη
στον ποιητή μας, ή, ας πω καλλίτερα, τη δίνω
σε κείνο τον Αλέξανδρο που ήμουν όσο ζούσα.

Δύο χιλιάδες χρόνια πριν εγώ να 'ρθώ στον κόσμο,
στη χώρα μου, που Πελασγοί μέχρι τα τότε οικούσαν,
εμπήκανε οι Αχαιοί, που ήρθαν σε πολέμους
και με τους ντόπιους Πελασγούς,αλλά και μεταξύ τους.
Ελάχιστοι κατάφεραν και για καλά ριζώσαν.
Οι άλλοι αφανίστηκαν. Ώσπου καινούργιο κύμα
προς τους μακεδονίτικους κατέβηκε τους τόπους.
Κι οι Δωριείς ήσαν αυτοί, που στη μεγάλη ορμή τους
κι αφού πολλές εγνώρισαν περιπλανησεις πρώτα,
οριστικά εμείνανε στα μέρη τα δικά μας.
Οι έλληνες αυτοί, εμείς είμαστε, οι Μακεδόνες.
Και μεις, οι βασιλιάδες τους, απόγονοι μετράμε
του ημίθεου του Ηρακλή-του ήρωα του μεγάλου.
Με τα παλιά εμείναμε τα έθιμα και τα ήθη
που είχανε κι οι έλληνες που μάχονταν στην Τροία…
Πόλεις δεν είχαμε τρανές, μονάχα χωριουδάκια
και ήμασταν ή γεωργοί ή λατόμοι, ή βουκόλοι,
γιατ' ήτανε η χώρα μας όλη γεμάτη δάση.
Μα προπαντός πολεμιστές, γιατ' οι λαοί οι τριγύρω
πάντα επιβουλεύονταν τα μέρη τα δικά μας.
Κι ήμασταν άξιοι κυνηγοί κι άφταστοι στο σημάδι.
Και πάντα πάνω στ' άλογα, ιππείς γίναμε τέλειοι.
Εκεί έχει τις ρίζες του το φοβερό ιππικό μας.
Μια μόνο λέξη από με, ή από κάποιον άλλο
από τους βασιλιάδες μας, και μες σε λίγες ώρες
είχαμε ιππέων στρατιές έτοιμους για πολέμους.
Και βέβαια πάνω στ' άλογο κανείς γρήγορα τρέχει
κι όπου η ανάγκη το καλεί, εγκαιρα πάντα φτάνει.
Έτσι λοιπόν πολεμιστές όντας και κτηνοτρόφοι
δε γίνονταν να έχουμε την πρόοδο των ελλήνων
των άλλων, που βρεθήκανε στη νότια την Ελλάδα
και που από θάλασσα παντού μόνο ήτανε ζωσμένοι.
κι όχι από βάρβαρους λαούς που επιδιώκαν πάντα
με συνεχείς επιδρομές να τους εξοοθρέψουν.
Γιατί Καμβούνια, Όλυμπος και Όσσα, φτιάχναν τείχος
που από την άλλη μακριά μας κράταε την Ελλάδα.
Κι από την άλλη τη μεριά του τείχους, ας παιζόνταν
το δράμα της μονάχης μας, μικρής Μακεδονίας,
οι κάτω έλληνες για μας δε σκέφτονταν, λες κι ότι
ίδιους δεν είχαμε θεούς, ή λες πως οι Ολύμπιοι
την πλάτη τους μας είχανε πάντοτε γυρισμένη.
Μα την αλήθεια για να πω, άδικο δεν τους ρίχνω-
αδύνατο ένα ήμασταν, μικρό ακόμα κράτος
που να κερδίσουν τίποτα δεν είχαν από κείνο-
στις τόσες τις ελληνικές τις πόλεις άλλη μία...

Όμως εμένα μ' έκαιγε το ελληνικό μου αίμα
κι ήθελα σύντροφο άξιο να με δεχτούν κοντά τους
και μένα και τον έλληνα λαό μου' ήθελα να 'χω
μερίδιο από τη δόξα τους, ήθελα κρίκος ένας
να 'μια στην αλυσίδα τους. Ύστερα εντός μου κάτι
μου 'λεγε πως η μοίρα μας, εμάς, των Μακεδόνων,
μοίρα να γίνει έπρεπε γρήγορα και δική τους.
Η Ανατολή βρυχιόντανε κι αργά ετοιμαζόνταν
για το μεγάλο χτύπημα. Εμείς, οι Μακεδόνες
με το γερό μας ιππικό και την τραχιά μας ρώμη
άξιοι βοηθοί θα ήμασταν σαν έρχονταν η μπόρα.
Μα κι η ωφέλεια που ο λαός θα 'χε των Μακεδόνων
από μια τέτια συντροφιά, θα ήτανε μεγάλη.
Τα φώτα του πολιτισμού θα παίρναμε από κείνους.
Θα μας μαθαίναν ό,τι εμείς στο πέρασμα του χρόνου
ποτέ δεν καταφέραμε να 'χουμε μοναχοί μας.
Έπρεπε όλοΝ μου λοιπόν το χρόνο ν' αφιερώσω-
που τ' άλλα μου μού άφηναν καθήκοντα στο θρόνο-
για την Ελλάδα: πώς αυτή κοντά σε μας θα 'ρχόνταν
ή πώς εμείς θα γίνονταν κοντά της να βρεθούμε.
Κι αυτό αλήθεια έκανα σ' όληνε τη ζωή μου.

Να σας ειπώ θα ήθελα για τότε τόσα ακόμα…-
για τη ζωή μας, τους θεούς, τη γλώσσα, τα έθιμά μας...
μα ο ποιητής μας νόημα μου κάνει να τελειώνω.
Και δίκιο έχει' γιατί αφού των άλλων των ελλήνων
ξέρετε, τότε ξέρετε μαζί και τα δικά μας.
Μόνο δυο λόγια να ειπώ δώστε μου, για τη γλώσσα'
λέγανε τότε μερικοί και σήμερα λεν άλλοι
πως είχε τάχα διαφορές μικρές ή πιο μεγάλες
η γλώσσα μας από αυτή των άλλων των ελλήνων.
Αλλά-Θεοί!- και βέβαια δεν ήτανε η ίδια.
Δεν είχε την εξέλιξη που είχε η δικιά τους.
Επί αιώνες έμενε όπως παλιά βρισκόνταν.
Και ούτε λόγιους είχαμε γεννήσει εμείς να γράψουν
έπη σ' αυτήν και δράματα. Ούτε σχολεία ακόμα
δεν είχαμε' ανάγνωση δεν ήξερε ο λαός μου,
κι ούτε γραφή. Μόνο εμείς ξέραμε, οι βασιλιάδες
και όσοι λίγοι γύρω μας είχαν καιρό για τέτια.
Τους νόμους δεν τους γράφαμε. Και του στρατού οι διάτες
δε γράφονταν, μα πήγαιναν απ' το 'να στόμα στ' άλλο.
Ύστερα τόσοι γύρω μας λαοί, μας είχαν δώσει
λίγες από τις λέξεις τους και πήρανε δικές μας.
Πάντοτε τούτα γινονται. Αλλά κανείς δε λέει
πως οποια γλώσσα δανειστεί απ' άλλην λέξεις λίγες
παύουν αυτοί που τη μιλούν να είν' αυτοί που ήταν.
Κι οι βασιλιάδες είχανε οι Μακεδόνες όλοι
δασκάλους έλληνες, καθώς κι εγώ, που ο πατέρας
μου 'φερε απ' τη Χαλκιδική. Γιατί έτσι ήταν κι εκείνος-
μέσα η Ελλάδα και σ΄αυτόν άντριευε και πλαντούσε
και με την άλλη εζήταγε να ενωθεί Ελλάδα.
Μα ο καιρός του εκεινού δεν ήτανε ακόμη
για κάτι τέτιο. Άυτόν άλλα προβλήματα τον ζώναν
που δεν του άφηνανε καιρό το άλμα αυτό να κάνει.
Αλλ' αρκετά εμίλησα. Και τώρα θα μεριάσω
και ήσυχα θα δω κι εγώ αυτά που ο ποιητής μας
για με θα γράψει. Και μαζί με σας θα ξαναζήσω
κομμάτια απ' την επίγεια ζωή μου πάλι απόψε.
Κι ύστερα απ' την παράσταση στα μέρη μου θα πάω
κι όπως σα ζούσα, και καθώς πάντα έκανα ως τώρα
άγρυπνο θα 'χω το μυαλό και ανοιχτό το μάτι
κι έγνια θα έχει μόνο μια η ακοίμητη ψυχή μου:
η τρισαγαπημένη μου να 'ναι Μακεδονία
αγκαλιασμένη όπως εγώ με τη μητέρα Ελλάδα.











ΑΝΟΙΓΜΑ ΠΡΩΤΟ

Χρόνος: 512 π.Χ.
Τόπος: Μακεδονικό παλάτι

(Ο Αμύντας και ο Αλέξανδρος περιμένουν τους πρέσβεις των Περσών. Οι πρέσβεις έρχονται και απαιτούν υποταγή της Μακεδονίας στους Πέρσες. Ο Αμύντας αναγκάζεται να υποταχτεί.)

Πρόσωπα: Αλέξανδρος, Αμύντας, Φρουρός, επικεφαλής της περσικής πρεσβείας (ΕΠΠ),έξη Πέρσες πρέσβεις ,Μακεδόνες στρατιώτες.



Αλέξανδρος
Και τι ζητάνε κι έρχονται αυτοί εδώ πατέρα;

Αμύντας
Όταν παιδί μου στους μικρούς πηγαίνουν οι μεγάλοι
πάνε για να τους πάρουνε κάτι. Και τούτοι έτσι.
Έρχονται να μας κάνουνε σκλάβους τους με τη βία.

Αλέξανδρος
Και συ πατέρα τι σκοπό έχεις μ' αυτούς να κάνεις;

Αμύντας
Παιδί μου έλα πες εσύ. Κάποτε θα 'ρθει η ώρα
και θ' ανεβείς στο θρόνο μας. Λοιπόν ρωτώ εσένα.
Πες είσαι κιόλας βασιλιάς' τι θα 'κανες; για πες μου.

Αλέξανδρος
Πατέρα θα τους έδιωχνα να πανε απ' όπου ήρθαν.
Ποτέ δε θα τους έδινα ό,τι και να ζητούσαν.
Έλληνας βασιλιάς ποτέ δεν προσκυνάει βαρβάρους.
Αμέσως θα τους έδιωχνα. Κι αν στέλναν το στρατό τους
κι εμείς στρατιώτες έχουμε καλλίτερους εκείνων.
Τόσους πολέμους κάναμε κι είχαμε μόνο νίκες
και τώρα το κεφάλι μας θα σκύψουμε στους Πέρσες;
Να τι πατέρα θα 'κανα ο βασιλιάς αν ήμουν.

Αμύντας
Κι αν φύγουν κι έρθουν αύριο μαζί τους κουβαλώντας
τις ατελείωτες ασιανές στρατιές τους, τι θα κάνεις;

Αλέξανδρος
Έλληνας είμαι και κρατώ απ' του Ηρακλή το αίμα.
Εσύ μου το 'μαθες αυτό και τώρα συ δειλιάζεις;
Μονάχος μου με όλους τους θα μπόρεια να τα βάλω...

Αμύντας
Το αίμα-ναι-του Ηρακλή στις φλέβες μας κρατούμε.
Είμαστε απόγονοι θεών. Αλήθεια, εγώ στο είπα.
Όμως παιδί μου κάθε τι θέλει και τον καιρό του.
Θα 'ρθει ο καιρός να δείξουμε ποιοι είμαστε. Μα τώρα
δεν έχουμε άλλη εκλογή παρά να υποταχτούμε.
Μακριά δεν ειναι οι βάρβαροι. Όταν κινήσουν να 'ρθουν-
και ποιος θα τους εμπόδιζε;- σε λίγες μέρες φτάνουν.
Κι όσο γενναίο πόλεμο κι αν κάναμε παιδί μου
είμαστε λίγοι κι ειν' πολλοί. Και όταν μας νικήσουν
τότε η Μακεδονία μας για πάντα είναι χαμένη.
Και ποιος θα μας εβόηθαγε; Μονάχοι πολεμούμε.
Και γύρω μας οι βάρβαροι. Κι οι έλληνες οι άλλοι
οι μόνοι που μας έπρεπε να έρχονταν βοηθοί μας
δε μας υπολογίζουνε. Μικροί είμαστε ακόμα.
Και ποιος θα μας εβόηθαγε άλλος λοιπόν παιδί μου;
Κανείς. Γι αυτό χρειάζεται και λίγη πονηρία.
Το φίλο ας τους κάνουμε. Κι αργότερα όταν δούμε
δύναμη ότι παίρνουμε, ή αδυνατούν εκείνοι,
τις συμφωνίες που κάναμε στ' άχρηστα τις πετάμε.
Άλλωστε τόσο μακριά που είναι, δεν μπορούνε
να ξέρουνε τι κάνουμε 'δω πέρα, κι αν τηρούμε
τις συμφωνίες που με βια εκλείσαμε μαζί τους.
Κι έτσι θα είναι αλαφριά η όποια υποταγή μας.

Αλέξανδρος
Ριγώ στη σκέψη πως σ' αυτούς θα σκύψω το κεφάλι.
Σε Πέρσες...Όταν οι έλληνες δασκάλοι μου τ' ακούσουν
μου φαίνεται θα ντρέπωμαι να τους ιδώ στα μάτια.

Αμύντας
Ξέρουν εκείνοι τη φωτιά που μέσα μας πυρώνει.
Ξέρουν πως είμαστε έλληνες κι ότι από ανάγκη
θα κάνουμε ό,τι κάνουμε.-και θα μας καταλάβουν.

(Μπαίνει ο Φρουρός)

Φρουρός
Οι Πέρσες πρέσβεις έρχονται να δουν το βασιλιά μας.

(Μπαίνουν έξη Μακεδόνες στρατιώτες που παίρνουν θέσεις δεξιά και αριστερά του βασιλιά. Ακολουθούν οι Πέρσες πρέσβεις.)

ΕΠΠ
Των Μακεδόνων βασιλιά, σε χαιρετούμε Αμύντα.
Του στρατηγού Μεγάβαζου είμαστε αποσταλμένοι
που εντολή του έδωσε ο μέγας βασιλιάς μας
τη χώρα σας στον περσικό ζυγό να υποτάξει.
Με σεβασμό σας χαιρετά ο Μεγάβαζος και θέλει
χωρίς πολέμων συφορές φίλοι του να γινείτε.
Ξέρει, από τους παλιότερους που έχει η οικουμένη
πως είναι ο μακεδονικός βασιλικός σου οίκος.
Ξέρει πως θεία καταγωγή έχει-ότι κρατάει
από τον ήρωα Ηρακλή, παιδί του Θείου Δία.
Ξέρει γενναίοι πως είσαστε πολεμιστές, και ξέρει
πως δόξα έχετε πολλήν κερδίσει σε πολέμους
που ενάντια σε γειτόνους σας λαούς έχετε κάνει.
Και τώρα δε θα έστελνε αυτήνε την Πρεσβεία
αν, ο μεγάλος βασιλιάς, ο ξακουστός Δαρείος
δεν έκρινε στους φίλους του πως πρέπει να μετράτε.
Και, ο Δαρείος, ο άξιος και μέγας βασιλέας
θεός ο ίδιος είναι αυτός, και πιο μεγάλη δόξα
έχει απ' όσην βασιλιάς πρωτύτερα ή τώρα.
Όλοι οι λαοί της ιερής, απέραντης Ασίας
έχουν δηλώσει υποταγή σ' αυτόν. Κι οι βασιλιάδες
όλοι με φόβο προσκυνούν το μέγα μας Δαρείο.
Σούσα, Μυσία, Αβγάτανα, Θηβαίοι, Λυδοί και Σάρδεις,
η Βαβυλώνα η πάμπλουτη, η ορεινή Κισσία,
κι οι τόποι όλοι ως πέραθε,στα βάθη της ηπείρου,
κι εκείνοι που με δόρατα και τόξα πολεμάνε
αλλά κι αυτοί που έχουνε για όπλο το μαχαίρι,
κι ακόμα οι κοντά σε σας Αχελωϊδες πόλεις,
κι η Θράκη,κι οι ιωνικές οι πόλεις της Ελλάδας,
κι αυτές που στέκουν πέρφανα στο πέρασμα της Έλλης
κι αυτές που την τετράβαθη στολίζουν Προποντίδα,
κι απ' τα νησιά η Κάρπαθος,η Χίος και η Πάρος
κι η Τήνος, και η Μύκονος, κι η Άντρος και η Λήμνος
κι Λέσβος η ανθόσπαρτη κι η Κνίδος,κι απ' την Κύπρο
Πάφος και Σόλους κι η παλιά, ένδοξη Σαλαμίνα,
όλες αυτές υπόκυψαν στο σκήπτρο του Δαρείου.
Σε κείνου υπακούοντας τη θέληση, μας στέλνει
σε σένα ο Μεγάβαζος, ζητώντας σου να δώσεις
τα δύο της υποταγής σημάδια: γην και ύδωρ.
Και όταν πράττοντας ορθά υποταχτείς στους Πέρσες
φίλους σου και προστάτες σου πάντοτε θα τους έχεις.
Κι ο ένδοξός μας βασιλιάς στη μεγαλειότητά σου
θα δώσει περισσότερα προνόμια απ' όσα έχει
στους άλλους του υποτελείς χαρίσει βασιλιάδες.
Κι αν πάλι τούτα δε δεχτείς, τοτε να ξέρεις πρέπει-
και από τώρα σίγουρα εμείς εδώ στο λέμε-
πως οι στρατιές του μέγα μας Δαρείου θα ορμήσουν
και κάθε θα νεκρώσουνε ζωή στη χώρα ετούτη.
Και όσοι μείνουν ζωντανοί, μια τέτια μοίρα θα 'χουν
που κάλλιο θα το είχανε να ήσαν πεθαμένοι.

Αμύντας
Άρχοντες Πέρσες, στρατηγού γενναίου αποσταλμένοι
σας χαιρετώ κι εγώ εσάς, κι όταν γυρίστε πίσω
δώστε τα χαιρετίσματα στο μέγα στρατηγό σας.
Είμαστε αλήθεια απόγονοι θεών, κι αυτός ο θρόνος
είναι από τους παλιότερους που βρίσκονται στον κόσμο.
Κι αν θέλει ο μέγας βασιλιάς φίλους του να μας έχει
αυτό θα πει τους φίλους του πως ξέρει να διαλέγει.
Μεγάλη έχει δύναμη ο βασιλιάς Δαρείος
αλλά και μεις αδύναμοι δεν είμαστε. Πιο λίγοι
βέβαια είμαστε από σας, μα ίδια με σας γενναίοι.
Το αίμα το ελληνικό στις φλέβες μας κυλάει
και ο καθείς μας για πολλούς στον πόλεμο μετράει.
Εδώ για αιώνες στέκουμε παλεύοντας ενάντια
σ' εχθρούς σκληρούς κι αμέτρητους-μα εμείς σκληρότεροί τους.
Κι αν σήμερα εδιάλεγα τον πόλεμο μαζί σας
κορμιά πολλά θα πέφτανε κι από τα δύο μέρη.
Θα 'τανε ψέμμα να σας πω πως με χαρά θα στέρξω
να γίνω υποταχτικός του μέγα βασιλιά σας.
Θα προτιμούσα άλλη απ' αυτήν φιλία να μας δένει.
Μα να, το πήρα απόφαση: θα 'χετε ό,τι ζητάτε.
Νερό θα έχετε και γη πίσω γυρνώντας. Όμως
πριν γίνει τούτο θα 'θελα όλες τις λεπτομέρειες
της νέας συμμαχίας μας μαζί σας να 'ξετάσω
και να τις φκιάσουμε μαζί έτσι που να μετράνε
όχι πολύ βαριές γι αυτούς τους γέρικούς μου ώμους
αλλά και δίχως ούτε μια σε σας να φέρνουν βλάβη.
Λοιπόν θα δώσω εντολή να στρώσουν τα τραπέζια
και να 'τοιμάσουν μαλακά λευκόστρωτα κρεββάτια
ώστε αφού τα ωραία μας τα φαγητά γευτείτε
μετά ως αύριο την αυγή να καλοκοιμηθείτε.

( Καλεί με νεύμα του ένα στρατιώτη)







ΑΝΟΙΓΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
Χρόνος: δυο ώρες αργότερα
Τόπος: Μακεδονικό παλάτι

(Οι Πέρσες απαιτούν να έρθουν στο τραπέζι και οι γυναίκες του παλατιού. Ο Αμύντας υποκύπτει στον εκβιασμό)

Πρόσωπα: Ο επικεφαλής της περσικής Πρεσβείας, Αμύντας.
Στρατιώτες και υπηρέτες.


ΕΠΠ
Αληθινά βασιλικά τα φαγητά σου Αμύντα.
Και το κρασί σου μια γλυκειά μας έχει φέρει ζάλη.
Αλλά εμείς στον τόπο μας, σα στρώνουμε τραπέζι
πάντοτε συνηθίζουμε να έχουμε μαζί μας
και τις αγαπημένες μας, τις νόμιμες γυναίκες
μα και τις παλλακίδες μας. Λοιπόν εσύ που έτσι
πρόθυμα μας εδέχτηκες κι έτσι μας περποιείσαι
και στο Δαρείο το βασιλιά νερό και γη χαρίζεις
και των Περσών τα έθιμα θα πρέπει ν' ακλουθήσεις
και στο τραπέζι μας, εδώ, του παλατιού γυναίκες
για συντροφιά μας όμορφη να φέρεις και μαζί τους
όλες της οικογένειας σου τις νεαρές κοπέλλες.
Έτσι και πιο χαρούμενη θα είναι η συντροφιά μας
κι η συμφωνία που κλείσαμε σακκί δε θα 'ναι άδειο
αλλά γερά θα σφραγιστεί σα δούμε ότι στέργεις
τους νόμους που τιμούμε εμείς και συ να τους τιμήσεις.

Αμύντας
Άρχοντες Πέρσες, άπρεπο αυτό το αίτημά σας
μοιάζει σ' αυτιά ελληνικά. Τα έθιμά μας άλλα.
Συνήθεια εμείς δεν έχουμε στα γιορτινά τραπέζια
να 'χουμε ή γυναίκες μας δίπλα ή αδερφές μας.
Ντροπή αυτό θα ήτανε για κάθε Μακεδόνα.
Σε μας γιορτάζουν χωριστά γυναίκες από άντρες.

ΕΠΠ
Να πούμε θα 'θελες λοιπόν στο μέγα βασιλέα
πως του λαού του άπρεπες βαφτίζεις τις συνήθειες
κι ότι στα λόγια μοναχά υποταγή δηλώνεις
μα είσαι ανυπάκουος και δύσκολος στην πράξη;

Αμύντας
Εσείς είστε οι άρχοντες. Θα έρθουν οι γυναίκες.







ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΡΙΤΟ

Χρόνος: λίγο αργότερα
Τόπος μακεδονικό παλάτι

(Οι Πέρσες προσβάλλουν την τιμή των γυναικών του παλατιού και ο Αλέξανδρος αποφασίζει να τους σκοτώσει. Ο Αμύντας τον συμβουλεύει.)

Πρόσωπα: Τα ίδια και οι γυναίκες του παλατιού.


(Οι γυναίκες στέκουν μακριά από τους Πέρσες)

ΕΝΑΣ ΠΕΡΣΗΣ
Αν ήτανε σαν έρχονταν να κάτσουνε μακριά μας
καλλίτερα μην έρχονταν καθόλου στο τραπέζι.

( Ο βασιλιάς κάνει νόημα στις γυναίκες να πλησιάσουν. Εκείνες υπακούνε).

ΑΛΛΟΣ ΠΕΡΣΗΣ

(στη γυναίκα που κάθησε κοντά του)

Τέτιο λουλούδι και κρυφό να μένει κρίμα είναι.

(Της προσφέρει ένα ποτήρι κρασί)

Πιες το κρασί εσύ κι εγώ θα πιω τα δυο σου χείλη.


ΑΛΛΟΣ ΠΕΡΣΗΣ

(σ' έναν υπηρέτη)

Τα μήλα αυτά πάρτα από δω.

(γυρνάει στη γυναίκα που βρέθηκε κοντά του)

Εγώ ετούτα θέλω.

(απλώνει τα χέρια του στο στήθος της. Άλλος τραβάει στην αγκαλιά του μιαν άλλη γυναίκα, αυτή αντιστέκεται και στην πάλη ο πέρσης πέφτει στο πάτωμα γελώντας)

Αλέξανδρος
Πατέρα είναι αργά για σε. Γέροι καθώς εσένα
πρέπει νωρίς να πέφτουνε τη νύχτα στο κρεββάτι.
Κι ούτε τα μάτια σου βολεί τα τέτια ν' αντικρύζουν.
Τράβα λοιπόν στο στρώμα σου.Γιός σου εγώ αντάξιος
στους ξένους μας την πρέπουσα περποίηση θα δώσω.

Αμύντας
Γιε μου τρομάζω να σ’ ακώ. το βλέμμα σου σκοτάδι
και η φωνή σου αγύριστην απόφαση γεμάτη.
Κράτα το αίμα σου ψυχρό. Ειμαστε μόνοι γιε μου
κι είμαστε αβοήθητοι. Αυτοί 'ναι μέγα πλήθος.
Υποταγμένες έχουνε τοσες μεγάλες χώρες.
Τρόπο να βρεις πρέπει καλόν για να τους εμποδίσεις
να μας ντροπιάσουν μες σ' αυτό το ίδιο μας το σπίτι.
Σκέψου όχι εμένα ούτε εσέ. Μα σκέψου το λαό μας.
Για την αγαπημένη μας κάντο Μακεδονία.
Κλείσε τα μάτια Αλέξανδρε και κάνε πως δε βλέπεις.


Αλέξανδρος
Ξέρω πατέρα' τράβα συ-θα κάνω αυτό που πρέπει.

(τον οδηγεί έξω. Στον εαυτό του)

Πολλά μπορώ να μην ιδω, αλλά ετούτο όχι.

(στους πέρσες)

Άρχοντες πέρσες! Είμαστε υποτελείς πιστοί σας.
Όποιο απ' αυτά τα θηλυκά διαλέξετε καθένας
είναι δικό σας για όληνε τη νύχτα αυτή. Μονάχα
πριν στη δική σας αγκαλιά να πέσουν, πρέπει πρώτα
να οδηγηθούνε στο λουτρό, κι αμέσως πια κατόπι
κοντά σας πάλι θα βρεθούν στη βούλησή σας σκλάβες.

(Οι Πέρσες συγκατανεύουν με επιδοκιμαστικά μουγκρητά. Οι γυναίκες βγαίνουν. Ο Αλέξανδρος παίρνει παράμερα ένα στρατιώτη)

Παρ' τις γυναίκες και να παν στα δωμάτιά τους πάλι.
Κι απ΄τους στρατιώτες διάλεξε όσες και οι γυναίκες
και ντύσ' τους με των γυναικών τα πιο όμορφα τα ρούχα.
Και να σκεπάσουνε καλά το πρόσωπο με βέλο.
Και να 'χουνε στη μέση τους διπλόκοπο μαχαίρι.
Κι όταν καλά ετοιμαστούν, φέρτους μας στο τραπέζι.
Αντίς για τις γυναίκες μας εκείνους θα προσφέρω
στους Πέρσες για παρέα τους. Και πες τους σα σηκώσω
γεμάτο το ποτήρι μου, πίνοντας στην υγεία
του βάρβαρού τους βασιλιά, τότε να τους χτυπήσουν.
Και στους στρατιώτες που 'φεραν οι ξένοι αυτοί μαζί τους
δώστε κρασί και μακριά να μένουν από τούτα.
Τρέξε. Και δίχως άργητα μη οι βάρβαροι μας νιώσουν.








ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ


Χρόνος: Λίγο αργότερα
Τόπος: μακεδονικό παλάτι

(οι μακεδόνες στρατιώτες σκοτώνουν τους Πέρσες)

Πρόσωπα: Τα ίδια με προηγούμενα. Αντί για τις γυναίκες, στρατιώτες ντυμένοι γυναικεία.


Αλέξανδρος
Πέρσες, σας εδεχτήκαμε με τάξη όπως πρέπει
και όμορφο σας στρώσαμε και πλούσιο ένα τραπέζι.
Κόπους δε λογαριάσΑμε και τα 'χουμε όλα κάνει
έτσι που σα στο σπίτι σας στον τόπο μας να νιώστε.
Και τώρα-τι καλλίτερη απόδειξη για τούτο-
τις ίδιες τις γυναίκες μας, τις ίδιες αδερφές μας
σε σας εδώ τις φέραμε για να σας συντροφέψουν.
Και όταν θα γυρίσετε πάλι στο στρατηγό σας
πέστε του πως ο έλληνας Αλέξανδρος του Αμύντα
του μακεδόνα βασιλιά, σας δέχτηκε όπως πρέπει
κι ότι αν λίγο μοναχά ζητήσατε σεις χώμα
αυτός πολύ σας έδωσε και πάντοτε δικό σας
και ότι μ' αγκαλιάσματα σας κοίμησε το βράδυ.
Μα πριν, ακράτηγοι καθώς μαντεύω να ριχτείτε
καθένας στο αποψινό ερωτικό του ταίρι
θέλω κι εγώ να ευχηθώ πίνοντας στην υγεία
του βασιλιά του κραταιού, του μέγα του Δαρείου,
που σήμερα και βασιλιάς δικός μας έχει γίνει.
Μακροημέρευση λοιπόν του εύχομαι και υγεία
και οι θεοί όλα τα καλά σ' αυτόνε να χαρίζουν.
Σηκώστε το ποτήρι σας κι ας πιούμε στην υγειά του.

(Υψώνει το ποτήρι του. Οι μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες στρατιώτες σκοτώνουν τους εφτά Πέρσες)




ΑΝΟΙΓΜΑ ΠΕΜΠΤΟ

Χρόνος: 510 π. Χ.
Τόπος: δρόμος στην αγορά των Αιγών

(Συζητούν δυο Μακεδόνες στρατιώτες, ο Φιλώτας (ΦΙΛ) και ο Παρμενίωνας (ΠΑΡ)


ΠΑΡ
Φιλώτα, πότε φίλε μου έφτασες και δε σ' είδα;

ΦΙΛ
Δε μ΄ είδες γιατί τώρα δα έφτασα-από το σπίτι
ακόμα δεν επέρασα' πρώτον εσένα βλέπω.

ΠΑΡ
Φίλε καλέ μου! Λέγε μου, πώς είσαι; Πες μου νέα...

ΦΙΛ
Από υγεία είμαι καλά. Τα νέα μου τα ίδια.
Ξέρεις τους Θράκες. Άτιμα σκυλιά. Δεν ησυχάζουν.
Τα μάτια τους στον τόπο μας στραμμένα έχουν πάντα.
Μα έχουν τούτο τον καιρό τις βακχικές γιορτές τους
και λίγο χαλαρώσαμε κι εμείς τη φύλαξή μας.
Και λίγοι εμπορέσαμε στα σπίτια μας να 'ρθούμε.
Μα πες μου Παρμενίωνα και τα δικά σας νέα.
Γιατί καθώς επέρναγα κοντά από το παλάτι
χαράς τραγούδια ακούγονταν νυφιώτικα που μοιάζαν.
Παντρεύτηκε ο Αλέξανδρος; Ή μήπως κι η Γυγαία;
Ο Αρριδαίος; Ή καμμιά κυρά από τις μεγάλες;

ΠΑΡ
Αφού όλα τα ονόματα τα έχεις ειπωμένα
το 'πες και κείνο που 'πρεπε: παντρεύτηκε η Γυγαία.

ΦΙΛ
Α! Ποιος μες στην αγκάλη του τέτιο κορμί θα κλείσει;

ΠΑΡ
Ποιος; Θα στο πω χωρίς καιρό να χάσω-ένας Πέρσης.

ΦΙΛ
Πέρσης και μακεδόνισσα πριγκιποπούλα επήρε;

ΠΑΡ
Ναι. Όμως ένας άρχοντας είναι κι αυτός μεγάλος.

ΦΙΛ
Ή δούλος είτε άρχοντας βάρβαρος είναι πάλι.
Πώς δέχτηκε ο Αλέξανδρος να γίνει τέτιος γάμος;
Κι ο Αμύντας πώς εμόλυνε το αίμα του με Πέρσες;

ΠΑΡ
Αν σταματήσεις να ρωτάς όλα θα στα 'ξηγήσω.

ΦΙΛ
Ωραία. Πέστα. Σταματώ...και η ωραία Γυγαία
θα πάει βέβαια κι αυτή να ζήσει στην Περσία;

ΠΑΡ
Και φυσικά.

ΦΙΛ
Θα χάσουμε τέτιο αιθέριο πλάσμα;
Άσχημη από σήμερα θα 'ναι η Μακεδονία...

ΠΑΡ
Πάψε τις κλάψες κι άκου με αν θέλεις λεπτομέρειες.

ΦΙΛ
Θέλω.

ΠΑΡ
Λοιπόν, θυμάσαι που, περίπου πριν δυο χρόνια
ο Αλέξανδρος εσκότωσε τους Πέρσες του Δαρείου;

ΦΙΛ
Ξεχνιούνται τέτιες ομορφιές;

ΠΑΡ
Λοιπόν πρεσβεία εστείλαν
δεύτερη οι Πέρσες,για να βρει τι έγινε η πρώτη.
Κι είχε αρχηγό τον Βούβαρη, το γιο του Μεγαβάζου.
Πέρασαν δύσκολες στιγμές Αλέξανδρος κι Αμύντας.
Αλλά κι εμείς κοντά σ' αυτούς. Θα μας θερίζαν όλους
αν την αλήθεια μάθαιναν και στο Δαρείο τη λέγαν.

ΠΑΡ
Και ο Αμύντας θες να πεις θυσίασε τη Γυγαία;

ΦΙΛ
Όχι. Μονάχα οι βάρβαροι θυσιάζουνε ανθρώπους.
Μα ο Βούβαρης σαν τη γλυκειά Γυγαία είχε αντικρύσει
αμέσως κι έχθρες ξέχασε, κι εκδίκησες και μίση,
και ζητησε γυναίκα του αμέσως να την κάνει.

ΠΑΡ
Τιμή του να τον παντρευτεί πριγκίπισσα ελληνίδα.

ΦΙΛ
Μα όμως το 'θελε κι αυτή. Γιατί και ο Βουβάρης
ειν' ένα λεβεντόκορμο κι ωραίο παλληκάρι.
Τι να σου πω...χαλάλι του κι ας είναι κι ασιάτης.
Και βέβαια ο Αλέξανδρος αλλά και ο Αμύντας
δε θα σκεφτήκανε πολύ απόφαση πριν πάρουν.
Όλους μας φίλε μου αυτός μας εσωσε ο γάμος.

ΠΑΡ
Δε λέω, οι βασιλιάδες μας φερθήκαν μ' εξυπνάδα.
Δηλαδή τώρα συγγενείς είμαστε με τους Πέρσες;

ΦΙΛ
Λέγε αστεία όσα θες, μα η ουσία είναι
πως μ' άλλο μάτι τώρα πια οι Πέρσες θα μας βλέπουν.
Γιατί ο Βουβάρης το δεξί είναι χέρι του Δαρείου
κι ο λόγος του έχει πέραση. Και ξέρεις, η Γυγαία
δεν είναι κοριτσόπουλο άμυαλο καθώς άλλα.
Είναι γυναίκα σοβαρή και η ψυχή της είναι
πέρα για πέρα ελληνική κι όπου βρεθεί και πάει
για την Ελλάδα μοναχά η καρδιά της θα χτυπάει.

ΠΑΡ
Κι οι άλλοι της αποστολής πώς έκλεισαν το στόμα;

ΦΙΛ
Ας ειν' καλά τα τάλαντα. Επληρωθήκαν όλοι.

ΦΙΛ
Και στο Δαρείο τι θα πουν για τους μακελλεμένους;

ΦΙΛ
Τώρα που συγγενέψαμε κάτι θα βρουν να πούνε.
Όλο και κάποιο θα 'βρουνε θέμα να τα μπαλώσουν.
Μπορεί να πούνε πως ληστές τους ξέκαμαν. Ακόμα
πως τόσο αισχρά φερθήκανε, που δίκαια εχαθήκαν.

ΠΑΡ
Πότε θα φύγουν;

ΦΙΛ
Άσε με και μη μου το θυμίζεις
γιατί εγώ μες στην καρδιά την είχα τη Γυγαία.

ΠΑΡ
Και συ; Λοιπόν δε μένει πια παρά να πα' να πιούμε
και στο κρασί να πνίξουμε τον πόνο και των δυο μας.

ΦΙΛ
Καλά το λες. Πάμε λοιπόν. Γυγαία, καλό ταξείδι...







ΑΝΟΙΓΜΑ ΕΚΤΟ

Χρόνος: 496 π. Χ.
Τόπος: Ολυμπία, στάδιο Ολυμπιακών Αγώνων

(Ο Αλέξανδρος είναι έτοιμος να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες σαν δρομέας. Ο Νικόμαχος, δρομέας, κάνει ένσταση υποστηρίζοντας πως ο Αλέξανδρος δεν είναι έλληνας και επομένως δεν μπορεί να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες. Ο Αλέξανδρος εκφωνεί λόγο και με όσα λέει πείθει για την ελληνικότητά του).

Πρόσωπα: Επόπτης Ολυμπιακών Αγώνων, Νικόμαχος, Αλέξανδρος. Θεατές των αγώνων.


ΕΠΟΠΤΗΣ
Εγώ, ο Αριστόδημος, επόπτης των Αγώνων,
καθώς οι νόμοι ορίζουνε, την έναρξη κηρύσσω
της πρώτης κι εβδομηκοστής μεγάλης Ολυμπιάδας.
Και είναι το αγώνισμα το πρώτο της, το στάδιο.

ΝΙΚΟΜΑΧΟΣ

Έρχομαι απ' την Ελληνική Κυρήνη της Λιβύης
και είμαι ο Νικόμαχος, παιδί του Λυσιμάχου.
Τρεχω στο στάδιο. Ξέρω πως οι έλληνες μονάχα
στα Ολύμπια τ' αγωνίσματα μπορούν να πάρουν μέρος.
Βλέπω στη στήλη τ' όνομα "Αλέξανδρος του Αμύντα".
Και δίπλα γράφει: "Έλληνας". Ενίσταμαι. Ζητάω
ν' αποκλειστεί ο Αλέξανδρος, γιατί έλληνας δεν είναι.

ΕΠΟΠΤΗΣ
Έχω της ελλανόδικης επιτροπής την κρίση.
Αυτή εδέχτηκε χωρίς αμφιβολία καμμία
πως έλληνας ο Αλέξανδρος είναι ο μακεδόνας.
Κι αν θες κι ο ίδιος συ μπορείς εδώ κοντά μου να 'ρθεις
και με τα μάτια σου να δεις όσα γραμμένα είναι.

Αλέξανδρος
Επόπτη αξιοσέβαστε των Ολυμπίων Αγώνων
απάντηση εγώ θα 'θελα να δώσω στο δρομέα
που ερχόντας απ΄τη μακρινή ελληνική Λιβύη
βρίσκω πως είναι φυσικό για μένα να μην ξέρει.
Κι όπως αυτός, θα 'ναι πολλοί κι άλλοι ανάμεσά μας
που πρώτη τους με βλέπουνε φορά και που δεν έχουν
ποτέ ακούσει ούτε για με, ούτε για το λαό μου.
Ζητώ την άδεια ν' ανεβώ στο βήμα των αγώνων
και ν' απαντήσω μόνος μου εγώ σ' αυτή την ύβρι.

ΕΠΟΠΤΗΣ
Οι νομοι κι οι κανονισμοί προβλέπουν τέτιους λόγους.
Γι αυτό επιτρέπω ν' ανεβεί ο Αλέξανδρος στο βήμα.

Αλέξανδρος
Έλληνες που απ' τα πέρατα του κόσμου έχετε έρθει
για να βρεθείτε μες σ' αυτό το πανελλήνιο θάμα
σας χαιρετίζει απ' αυτό το ιερό το βήμα
ενός λαού ελληνικού ο έλλην βασιλέας.
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος είμαι. Κι αν η ζωή μου
ανάμεσα σε βάρβαρους λαούς κι άγονους τόπους
σκληρόν και ανελέητο με θέλει στους εχθρούς μου,
όμως γεμάτος ειμ' εγώ για σας ευαισθησία.
Γι αυτό και τώρα δάκρυα μου έρχονται στα μάτια
που δύσκολα κι από ντροπή κρατάω να μην τρέξουν,
και η καρδιά μου σαν τρελλή να σπάσει πάει χτυπώντας
που οι θεοί μ' αξίωσαν να δω μια τέτια μέρα-
σαν ίσος μ' ίσους να βρεθώ εδώ κι εγώ μαζί σας.
Είμαι ο πρώτος βασιλιάς από τους Μακεδόνες
που στην Ελλάδα έρχεται συμμετοχή για να 'χει
στους πανελλήνιους, ξακουστούς, της Ολυμπίας αγώνες.
Αλλά προτού άλλο τίποτα να πω, θα δείξω πρώτα
πως έλληνας είμαι κι εγώ' κι αν η ελληνωσύνη
μετριότανε με αριθμούς,θα 'χα τον πιο μεγάλον.
Καυχιέμαι πως απ' τη γενιά του Ηρακλή κρατάω
του ήρωα κι ημίθεου που τους αγώνες τούτους
ίδρυσε, κι έχει την εληά ετούτηνε φυτέψει
που οι κλάδοι της τους άξιους των άξιων στεφανώνουν.

Τρεις αδερφοί, απόγονοι του Τήμενου, Ηρακλείδη,
που ίδρυσε των Ηρακλειδών τη δυναστεία στο Άργος,
Γάβανος και Αέροπος και τρίτος ο Περδίκκας,
από το Άργος έφυγαν, στην Ιλλυρία επηγαν,
στην Άνω επεράσανε μετά Μακεδονία,
κι εκεί εγίνανε βοσκοί στο βασιλιά μιας πόλης
που τ' όνομά της ήτανε Λεβαία. Κι εκει μέναν.
Τότε,στα χρόνια τα παλιά, οι άνθρωποι φτωχοί ήταν.
Ακόμα και ο βασιλιάς, κι αυτός δε ζούσε πλούσια
και το ψωμί η βασίλισσα το ζύμωνε μονάχη.
Αυτή λοιπόν επρόσεξε πως του Περδίκκα η ζύμη
διπλή από των άλλωνε γινότανε στον όγκο.
Το 'πε αυτό στο βασιλιά κι εκείνος εφοβήθη
πως κάτι άσχημο αυτό το θάμα προφητεύει'
κι είπε στους τρεις τους δούλους του να φύγουν απ' το σπίτι.
Όταν αυτοί ζητήσανε, πριν φύγουν, το μιστό τους,
ο βασιλιάς ειρωνικά τους έδειξε τον ήλιο
που από το τζάκι έμπαινε. Οι δύο τους τα χάσαν.
Μα ο Περδίκκας έβγαλε δίκοπο ένα μαχαίρι
και κύκλο έναν εχάραξε στο πάτωμα επάνω
γύρω απ΄ τον κύκλο που έκανε φωτίζοντάς τον ο ήλιος,
κι απλώνοντας το χέρι του έκανε πως μαζεύει
και βάζει μες στον κόρφο του τον ήλιο. Και κατόπι:
"δεχόμαστε το δώρο σου", του είπε, "βασιλέα".
Κι έφυγαν. Κάποιος απ' αυτούς όμως που αυτό το είδαν
μες στο μυαλό του βασιλιά έβαλε την ιδέα
πως ο μικρός που το 'κανε ήθελε το κακό του.
Εθύμωσε ο βασιλιάς και στέλνει να τους πιάσουν.
Οι Τημενίδες μπήκανε σ' ένα ποτάμι μεσα
και το ποτάμι στέγνωσε κι απέναντι περάσαν.
Μα όταν πήγαν να διαβούν του βασιλιά οι στρατιώτες
ο ποταμός εφούσκωσε κι αδιάβατος εγίνει.
Έτσι αυτοί εσώθηκαν και στης Μακεδονίας
εν' άλλο μέρος πήγανε και μέσα του εμείναν,
κοντά στους κήπους που ο λαός τους λέει "κήπους του Μίδα".
Ένα βουνό, το Βέρμιο, κοντά στους κήπους είναι
και απ' αυτό ξεκίνησαν οι τρεις κι αφέντες γίναν
όλης της χώρας που τη λεν τώρα Μακεδονία.
Κι απ' τον Περδίκκα μέχρι εμέ, πέντε γενιές υπάρχουν:
Ο Αργαίος, και ο Φίλιππος, Αέροπος, Αλκέτας,
και ο αγαπημένος μου πατέρας, ο Αμύντας.
Κι αυτός ο έλληνας λαός, κι αυτοί οι βασιλιάδες
με τα κορμιά τους φτιάχνουνε ολόγερο ένα τείχος
που αιώνες σπάζει πάνω του η τρομερή μανία
βαρβάρων, που αλλιώτικα θα πέρναγαν την Πίνδο
κι ίσως εσείς τραβούστε όσα εμείς τραβάμε.

Σ’ ένα προσκύνημα ιερό λοιπόν εδώ έχω έρθει
για να γνωρίσω από οντά τα μέρη όπου ο Θείος
ο Ηρακλής, του Δία ο γιός και μένα πρόγονός μου
έζησε, και τους τόσους του τους άθλους είχε κάνει.
Μα ίδιο πάθος μ΄έκαιγε να γνωριστώ μαζί σας.
Να δω τις πόλεις σας-να δω τις τόσες σας προόδους
να θυσιάσω στα ιερά ετούτα τα δικά σας-
να σας γνωρίσω μα και σεις εμένα να γνωρίστε.
Και να σας πω πως το αίμα μας-το ελληνικό μας αίμα-
ζητάει με το αίμα σας αδερφικά να σμίξει.
Μικρή ακόμα η χώρα μου. Μα δύναμη ο λαός μου
μεγάλη κλείνει μέσα του. Γοργά η μέρα θα 'ρθει
όπου μεγάλος σαν και σας θα γίνει ο λαός μου.
Κι έχω μαζί μου φέρει εδώ τον πόθο του λαού μου
που μες στο χώρο τούτον δω, στην ιερή Ολυμπία,
έτσι που όλοι οι έλληνες του κόσμου να τ' ακούσουν,
τονε φωνάζω δυνατά: ποθούν οι Μακεδόνες
μαζί με σας να σμίξουνε σε μία συμμαχία
που και στους δύο μας καλό να κάνει έχει μόνο.
Τα φώτα του πολιτισμού σε μας αυτή θα φέρει,
και σεις γενναίο θα 'χετε αδέρφι αποχτήσει
που σ' ό,τι του ζητήσετε βοήθεια θα σας δίνει.
Έλληνες, άλλη μιαν εδώ σας έχω φέρει Ελλάδα.
Γνωρίστε τη, κι όπως αυτή αδέρφι της σας νιώθει
και σεις να νιώστε σας ζητάει αδέρφι σας πως είναι.
Αυτά μονάχα ήθελα να πω για ν' απαντήσω
στον Κυρηναίο αδερφό απ' της Λιβύης τα μέρη.
Ευχαριστώ τον ευγενή επόπτη των αγώνων
που μου επέτρεψε απ' αυτό το βήμα να μιλήσω-
το βήμα που ένας πρόγονος δικός μου έχει θεσπίσει.







ΑΝΟΙΓΜΑ ΕΒΔΟΜΟ


Χρόνος: 496 π. Χ., μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Τόπος: Αθήνα, Εκκλησία του Δήμου

(Απονομή του τίτλου του Προξένου και Ευεργέτη της πόλεως των Αθηνών στο βασιλιά Αλέξανδρο. Τα λόγια του εκφωνητή)

Πρόσωπα: Εκφωνητής. Ακόμα ο Αλέξανδρος, άρχοντες, λαός.


ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ
Στο χρόνο μέσα που έλαβε χώρα η Ολυμπιάδα
που στη σειρά τον αριθμό έχει εβδομηνταένα
επήρε την απόφαση ο Δήμος Αθηναίων
να ονομάσει σήμερα Πρόξενο κι Ευεργέτη
το βασιλιά Αλέξανδρο για τις υπηρεσίες
που ως τώρα πρόσφερεν αυτός στων Αθηνών την πόλη.








ΑΝΟΙΓΜΑ ΟΓΔΟΟ

Χρόνος: 480 π. Χ.Τόπος: Τέμπη, στρατόπεδο των ελλήνων περιμένοντας τους Πέρσες.

(Ο Αλέξανδρος, που υποχρεωτικά αλλά τυπικά μόνο συμπράττει με τους Πέρσες, ειδοποιεί με αποσταλμένους του τους Έλληνες, που η δύναμή τους ανέρχεται σε δέκα χιλιάδες, για τα σχέδια των Περσών και τους σώζει από βέβαια πανωλεθρία)

Πρόσωπα: Ευένετος, αρχηγός των Σπαρτιατών.
Θεμιστοκλής, ο αρχηγός των Αθηναίων
Φρουρός του στρατόπεδου των Ελλήνων
Α' Μακεδόνας στρατιώτης (Α' ΜΣ)
Β' Μακεδόνας στρατιώτης (Β'ΜΣ)


Ευένετος
Κι η σημερνή επέρασε η μέρα και οι Πέρσες
ακόμα ξεκουράζονται. Τι περιμένουν τάχα;
Γιατί αφήνουν τον καιρό άπρακτα να περνάει
αφού το ξέρουν πως εμείς όσο περνάει ο χρόνος
περσότεροι γινόμαστε και πιο καλά όσο πάει
την άμυνα οργανώνουμε και την αντίστασή μας;

Θεμιστοκλής
Ας κάθωνται όσο θέλουνε. Εμείς τους καρτερούμε.
Τι άλλο παρά ο φόβος τους άπρακτους τους κρατάει...
Το Μαραθώνα φαίνεται θα 'χουνε στο μυαλό τους.
Όμως ας είμαστε έτοιμοι και ας αργούν εκείνοι.
Ό,τι να κάνουν από δω μονάχα θα περάσουν.
Μπορούμε να 'μαστε ήσυχοι. Η εμπροσθοφυλακή μας
τοξότες έχει διαλεχτούς κι όταν αρχίσει ο Ξέρξης
να μπαίνει μέσα στα στενά θα τον περποιηθούνε.

Ευένετος
Ναι, ειν' πολλοί, μα σίγουρα τους έχουμε στο χέρι.
Μας ευνοούνε τα στενά. Και ειν' εδώ μαζί μας
το ιππικό των θεσσαλών. Αυτοί θα πετσοκόψουν
όσους γλιτώσουν από μας. Είχαν καλήν ιδέα
οι Πρόβουλοι που γι άμυνα διαλέξανε τα Τέμπη.
Από τη μια κι οι θεσσαλοί μαζί μας πολεμάνε
κι από την άλλη εκείνοι που, αλλιώς, θα εμηδίζαν.
Τώρα, σα δουν τη νίκη μας θα μας ακολουθήσουν.

Θεμιστοκλής
Ναι. Δίχως άλλο ήτανε ωραία η εκλογή τους...
Ξέρεις τι σκέψη τώρα δα Ευένετε έχω κάνει;

Ευένετος
Δεν ξέρω, ούτε αν έψαχνα θα μπόρεια να την έβρω.
Οι σκέψεις οι αθηναϊκές πολύ με δυσκολεύουν.

Θεμιστοκλής
Να! Τώρα στέκουμε κι οι δυο εδώ αγκαλιασμένοι
κι έτοιμοι να χτυπήσουμε τον Ξέρξη. Μα σα φύγει
σε κάποιο άλλο πέρασμα μπορεί εγώ να είμαι
από τη μια, κι εχθρός μου συ να είσαι από την άλλη,
Όπως δα γίνονταν και πριν...

Ευένετος
Αγαπητέ μου φίλε
το αίμα που το λούλουδο θρέφει της αρετής μας
αυτό και της διχόνοιας μας θεριεύει το αγκάθι.
Μα είν' αυτό το αίμα μας που Έλληνες μας κάνει.
Απόψε ας δούμε μοναχά κείνο που μας ενώνει.

(Χτύποι στην πόρτα. Μπαίνει ο φρουρός)

Φρουρός

(στο Θεμιστοκλή)

Δύο στρατιώτες στρατηγέ φτάσανε, Μακεδόνες
που μήνυμα κομίζουνε, λένε, του βασιλιά τους.

Θεμιστοκλής
Οι Μακεδόνες; Μήνυμα; Φέρτους αμέσως μέσα.

(βγαίνει ο φρουρός)

Ευένετος
Οι Μακεδόνες στο πλευρό του Ξέρξη πολεμάνε.

Θεμιστοκλής
Αν του 'φερναν αντίρρηση θα τους ετσάκιζε όλους.

Ευένετος
Τον ξέρεις τον Αλέξανδρο. Του 'χεις εμπιστοσύνη;

Θεμιστοκλής
Έλληνας είναι, δεν μπορεί να θέλει το κακό μας.

Ευένετος
Οι δωρεικοί τ' αδύνατα μπορούν να καταφέρουν.

Θεμιστοκλής
Πρόξενος κι Ευεργέτης μας είναι. Και μέρος πήρε
και σα δρομέας νίκησε σε μιαν Ολυμπιάδα.

(μπαίνει ο φρουρός με τους δύο Μακεδόνες στρατιώτες)

Α΄ΜΣ
Του μακεδόνα βασιλιά είμαστε αποσταλμένοι
και μήνυμα στους Έλληνες φέρνουμε από κείνον.

Ευένετος
Δεν πολεμάει ενάντια μας με σύμμαχο τον Ξέρξη;

Α'ΜΣ
Ναι, του 'τανε αδύνατο αντίθετα να κάνει.

Ευένετος
Πώς καταφέρατε κρυφά να 'ρθειτε από τους Πέρσες;

Α'ΜΣ
Είναι η γη μας κι άγνωστη πέτρα για μας δεν είναι.

Θεμιστοκλής
Και ποιο είναι το μήνυμα ο Αλέξανδρος που στέλνει;

Β'ΜΣ
Μας είπε να μιλήσουμε στους στρατηγους μονάχα.

Θεμιστοκλής
Στους στρατηγούς Θεμιστοκλή κι Ευένετο μιλάτε.

Α'ΜΣ
Ο Ξέρξης ξέρει πως εσείς εδώ τον καρτεράτε,
ανάμεσα Όσσας κι Όλυμπου, και άλλαξε το σχέδιο.
Θα κινηθεί ως την ορεινή πάνω Μακεδονία
και από κει των Περραιβών τη χώρα θα διασχίσει
στη Θεσσαλία για να βρεθεί από την πόλη Γόννο.
Ύστερα κατεβαίνοντας μέσα στη Θεσσαλία
στα νώτα σας θα σας εβγεί και θα σας αφανίσει.
Και κουβαλάει αρίθμητους άντρες μαζι του ο Ξέρξης.
Σε κάθε χώρα που περνάει παίρνει μαζί του κι άλλους.
Ο βασιλιάς μας τους μετρά στα δυο εκατομμύρια
και σας καλει να φύγετε-μόνο έτσι θα σωθείτε.

Ευένετος
Πότε θα γίνει πράξη αυτό το νέο του Ξέρξη σχέδιο;

Α'ΜΣ
Αποψε κιόλας. Κίνησε τα πρώτα τμήματά του.

Ευένετος
Και του στρατού των βάρβαρων το ηθικό πώς είναι;

Α' ΜΣ
Βαρβαρικό. Αγωνίζονται μονο με το μαστίγιο.

Θεμιστοκλής
Ευχαριστούμε που ήρθατε. Φεύγετε πάλι πίσω;

Α'Μ”
Ναι. Πρέπει πίσω να 'μαστε προτού η αυγή χαράξει.

Θεμιστοκλής
Να πείτε στον Αλέξανδρο πως τονε χαιρετάει
ο φίλος του ο Θεμιστοκλής.

Α'ΜΣ
Θα του το πούμε. Γεια σας.

(χαιρετούν και βγαίνουν)

Ευένετος
Να φύγουμε. Αν μείνουμε χαμένοι είμαστε όλοι.

Θεμιστοκλής
Και πεθαμένοι θα 'μαστε άχρηστοι στην πατρίδα.









ΑΝΟΙΓΜΑ ΕΝΑΤΟ



Χρόνος: 479 π. Χ.
Tόπος: Αθήνα, σπίτι του Αριστείδη

(Ο Αλέξανδρος κομίζει στους αθηναίους προτάσεις του Μαρδόνιου. Tο γεγονός εκμεταλλεύονται οι Αθηναίοι ώστε με τη σύμπραξη του Αλέξανδρου να αναγκάσουν τους Σπαρτιάτες να δεχτούν να συμμετάσχουν σε άμυνα πάνω από τον Ισθμό. Kαι το πετυχαίνουν)

Πρόσωπα
Αριστείδης, Αλέξανδρος.

Αριστείδης
Πες μου λοιπόν Αλέξανδρε, τι νέα καλά μας φέρνεις;

Αλέξανδρος
Αφού τα νέα των Περσών φέρνω, καλά δεν είναι.
Με στέλνει ο Μαρδόνιος. Ξέρει πως από χρόνια
Πρόξενος κι Ευεργέτης σας είμαι. Κι αντί με τούτο
πολύ να μη με συμπαθεί,να που μου αναθέτει
να φέρω τις προτάσεις του εγώ σε σας. Μου μοιάζει
απελπισίας απόφαση να 'ν’ η απόφασή του.

Αριστείδης
Όπως και να 'ναι είναι χαρά για μένα να σε βλέπω.
Λέγε λοιπόν τα νέα σου.

Αλέξανδρος
Αν, λέει, θα μηδίστε,
πολλά καλά η πόλη σας θα δει από τους Πέρσες.
Όποια έκαναν κατστροφή διπλά θα την πληρώσουν.
Τα μέρη που σας πάρθηκαν θα σας δοθούνε πάλι
και όσα νέα θέλετε θα τα 'χετε αμέσως.

Αριστείδης
Σε μας, όχι Αλέξανδρε, δε σ’ έστειλε ο Μαρδόνιος
μα οι θεοί σε στείλανε. Μας έρχεσαι στην ώρα
για να βοηθήσεις σοβαρά τους φίλους σου Αθηναίους.
Μα πες μου πρώτα πώς εσύ τα πράγματα τα βλέπεις.

Αλέξανδρος
Στρατό πολύν έχει μαζί. Και συ αυτό το ξέρεις.
Όμως αφότου έφυγε ο Ξέρξης στην Περσία
τους τσακωμούς αρχίνισαν οι Πέρσες. Ο Μαρδόνιος
δε φαίνεται πως ικανός είναι να τους μαζέψει.
Ο Ξέρξης έχει υποσχεθεί να κάνει το ΜΑρδόνιο,
όταν αυτή κατακτηθεί, σατράπη της Ελλάδας.
Όμως και ο Μεγάβαζος θέλει αυτή τη θέση
και κατά βάθος εύχεται ο Μαρδόνιος ν' αποτύχει.
Η Σαλαμίνα ύστερα, μα και ο Μαραθώνας
έχουνε κόψει τα φτερά σ' όλους τους-σας φοβούνται.

Αριστείδης
Έτσι όντας η κατάσταση τι συμβουλή μας δίνεις;

Αλέξανδρος
Τι με ρωτάς; Τι να σας πω μπορώ παρά : χτυπάτε!
Αν, Αριστείδη, δίνατε και σεις νερό και χώμα
κανένας πλέον δεν μπορεί τους Πέρσες ν' ανακόψει.
Σβύνουν οι ελπίδες των λαών που ζουν κάτω από κείνους
γιατί αν εκεί ριζώσουνε ποιος τότε θα τους διώξει;
Από την άλλη ξέρω πως, αν πάλι νικηθούνε
θα φύγουνε και πάλι πια ποτέ δε θα ξανάρθουν.
Ένα μου μένει να σου πω μόνο λοιπόν: χτυπάτε.

Αριστείδης
Ωραία τούτα που μου λες. Πάλι από τη μεριά μου
ξέρω πως είναι το ηθικό ακμαίο των Ελλήνων.
Οι μέχρι τώρα νίκες μας τους έχουνε φτερώσει.
Δε βλέπω πώς θα γίνονταν τώρα να νικηθούμε.
Μα έχουμε ένα πρόβλημα. Κι αυτό ’ναι οι Σπαρτιάτες.
Υπολογίζοντας αυτοί μόνο τη Σπάρτη, θέλουν
να οχυρώσουν τον Ισθμό κι εκεί να πολεμήσουν.
Όμως τελείως ακάλυπτη μένει η Αθήνα έτσι
κι η Ελλάδα η υπόλοιπη. Το σχέδιο το δικό μας
την προτιμάει τη σύγκρουση μέσα στη Βοιωτία.
Όμως αυτοί εκβιάζουνε. Και δε δεχόνται λένε
συζήτηση γι αυτό καμμιά. Τώρα θ' αλλάξουν όμως.

Αλέξανδρος
Λες οι προτάσεις που 'φερα γι αυτό αιτία θα 'ναι
ώστε να γείρει η πλάστιγγα στο μέρος το δικό σας;

Αριστείδης
Έτσι ακριβώς. Και να το πώς θα πρέπει αυτό να γίνει:
Να μάθουν θα φροντίσουμε, τάχατες άθελά μας
πως ήρθες φέρνοντας σε μας προτάσεις του Μαρδόνιου.
Θα σκεφτούν να μηδίσουμε πως μπορείς να μας πείσεις
κι απ' τον τετιο το φοβο τους θα διαθέσουν δυνάμεις
γι αγώνα πάνω απ' τον Ισθμό. Γιατί-για σκέψου αλήθεια-
χωρίς το στόλο μας, χωρίς την άλλη την Ελλάδα
ως πότε θα βαστάζανε κι εκείνοι μοναχοί τους;
Μα η δική σου πάλι εδώ χρειάζεται βοήθεια.
Στην Εκκλησία Αλέξανδρε του Δήμου όταν μιλήσεις
κάνε ακαταμάχητες να μοιάζουν οι προτάσεις
που ο Μαρδόνιος έστειλε στους Αθηναίους με σένα.
Κι ακόμα όταν με κεινούς τα λόγια θα τελειώσεις
τότε σα φίλος μας και συ εκτίμηση θα κάνεις
για την κατάρταση, και μια θα δώσεις τάχα γνώμη
δική σου-και σα να 'σουνα ένας από τους πέρσες,
θέλω να πεις τ' αντίθετα απ' αυτά που πριν μου είπες.
Πρόξενος κι Ευεργέτης μας είσαι, κι απ' το δικό σου
το στόμα αν τέτιες συμβουλές ακούσουν να μας δίνεις,
θα πούνε ότι παίζονται όλα για όλα τώρα
και δε νομίζω στο κουτό σχέδιό τους να επιμείνουν.

Αλέξανδρος
Όμως θα γίνω πιστευτός;

Αριστείδης
Σίγουρα ναι. Κι εξάλλου
με τρόπο θ' αντιδράσουμε τέτιον εμείς, που όλο
το θέατρό μας πειστικό να φαίνεται θα κάνει.
Μα πρέσβεις ως να στείλουνε οι Σπαρτιάτες στην Αθήνα,
ο ήλιος κάμποσες φορές ακόμα θ' ανατείλει
και άλλες τόσες θα κρυφτεί. Γι αυτό πες στο Μαρδόνιο
πως οι Αθηναίοι σκέφτονται στα σοβαρά το θέμα
και θέλουν τους συμμάχους τους να δουν πριν απαντήσουν.
Τώρα λοιπόν Αλέξανδρε, ώσπου να έρθει η ώρα
στην Εκκλησία για ολ' αυτά του Δήμου να μιλήσεις,
απόλαυσε όσο μπορείς όποιες τιμές σου γίνουν
από αυτές που η πόλη μας, γυρεύοντας να δείξει
πόσο πολύ σ' αυτούς μετρά και τους υπολογίζει.
σε φίλους και Προξένους της απλόχερα μοιράζει.








ΑΝΟΙΓΜΑ ΔΕΚΑΤΟ


Χρόνος: 479 π. Χ.
Τόπος: Πλαταιές, στρατόπεδο των Ελλήνων

( Ο °Αλέξανδρος πηγαίνει ο ίδιος νύχτα έφιππος στο ελληνικό στρατόπεδο και ειδοποιεί τους Έλληνες για την απόφαση του Μαρδόνιου να επιτεθεί αιφνιδιαστικά.).

Πρόσωπα: Α' στρατιώτης έλληνας (Α' Σ), Β' στρατιώτης έλληνας(Β΄ Σ), Αλέξανδρος. Άλλοι στρατιώτες

Α΄Σ
Καθηλωμένοι είμαστ' εδώ για δέκα μέρες τώρα.
Η Αθήνα μας για δεύτερη τώρα φορά καμμένη.
Άκαρπα τα χωράφια μας για τρίτο χρόνο πάνε.
Ό,τι είχε από τα ιερά της πόλης απομείνει
γκρεμίστηκε κι ένας σωρός ερείπια έχει γίνει.
Οι Αθηναίοι εξόριστοι πάλι στη Σαλαμίνα...
Ως τώρα περιμέναμε να 'ρθούνε οι Σπαρτιάτες-
εκείνοι όμως ήρθανε-τι καρτερούμε ακόμα;

Β΄Σ
Δεν ξέρω, αλλά φαίνεται ότι αργεί ακόμα
για καποιον να 'ρθει η συφορά-γιατί για καποιον θα 'ναι
η μάχη ετούτη συφορά-εδώ κρίνονται όλα.
Ή μ' ένα φύσημα μας σβυουν έτσι μισοσβυσμένους,
είτε με μιαν αναλαμπή της σιγανής φωτιάς μας
θα κατακάψουμε όλους τους: Μαρδόνιο,Μήδους,Πέρσες...

Α΄Σ
Μακάρι να γινότανε αυτό που δεύτερο είπες.
Όμως φοβάμαι. Η φριχτή ετούτη η ηρεμία
μ' όλα συντρίμμια γύρω μας, τάφου σιωπή μου μοιάζει.

Β΄Σ
Λένε ο χρόνος αν περνά καλό για μας πως είναι.
Γιατί όλο και περσότεροι γινόμαστε-έτσι λένε.

Α΄Σ
Μη λογαριαζεις αριθμούς, ψυχές μονάχα μέτρα.
Όμως απόψε έχετε μια λιγότερη με μένα...
Ο Παυσανίας άραγε τι να 'χει στο μυαλό του;..

Β΄Σ
Αυτή την ώρα τίποτα. Σίγουρα θα κοιμάται.

Α΄Σ
Λένε πως είναι ο πιο καλός από τους στρατηγούς μας.

Β΄Σ
Και γιατί κάθεται αργός;

Α΄Σ
Άκου! Άκουσες κάτι;

Β΄Σ
Θα 'ναι τα φύλλα που ριγούν στης νύχτας το αγιάζι...

Α΄Σ
Θεοί! Ας τον αρχίζανε τον πόλεμο πια τώρα
κι ας ήμουν ένας μοναχά μέσα σε χίλιους Πέρσες.
Έτσι όπως βαρυστέναχτη έχει η ψυχή μου γίνει
κι όπως το σώμα μου οκνό για μέρες τώρα μένει
όλους θα τους εθέριζα με χτύπημα ένα μόνο.
Μα να! Κάτι ακούγεται...δεν τα 'κουσες και πάλι;

Β΄Σ
Ναι...κάπου σαν απόμακρα ένα άτι να καλπάζει...

Α΄Σ
...που πλησιάζει όσο πάει...κάλεσε το Φυλάκιο!

(Ο Β' στρατιώτης φεύγει τρέχοντας. Μόνος)

Από το μέρος του εχθρού εν' άλογο μονάχα
να 'ναι μπορεί χειρότερο απ' ολόκληρη μιαν ίλη.
Μα και μπορεί κάτι καλό να φέρνει-ποιος να ξέρει...
ό,τι και να 'ναι ας ερθεί, κάτι καινούργιο θα 'ναι.

(έρχεται ο Β' στρατιώτης φέρνοντας άλλους έξη μαζί του)

Εδώ οι μισοί! μισοί από κει...βιαστείτε!

(στον ιππέα που στο μεταξύ φτάνει)

Αλτ! Ποιος είσαι;

Αλέξανδρος
Έλληνας.

Α΄Σ
Πες μας όνομα!

Αλέξανδρος
Τ' όνομα δεν το λέω!

Α΄Σ
Και από πούθεν έρχεσαι;

Αλέξανδρος
Από τους Πέρσες μέσα.

Α΄Σ
Προχώρησε σιγά σιγά και μ' αδειανά τα χέρια!

(Ο Αλέξανδρος προχωρεί. Τον κυκλώνουν οι στρατιώτες)

Μίλα!

Αλέξανδρος
Σε σας έχω να πω τούτο μονάχα-πρέπει
τους Έλληνες τους στρατηγούς να δω-πέστε τους να 'ρθουν-.
τον Θύρσο, τον Καλλίμαχο, τον Ίωνα, το Μόσχο,
τον Κράνη και τον Ίππαρχο. Να μου τους φέρτε όλους.

Α΄Σ
Μιλάς σα να τους γνώριζες. Τους ξέρεις;

Αλέξανδρος
Ναι, τους ξέρω.
Κι ειδήσεις φέρνω που σ' αυτούς θα τις ειπώ μονάχα.
Βιαστείτε να τους φέρετε γιατί περνάει η ώρα.

Α΄Σ
Τραβάτε ό,τι ακούσατε στους στρατηγούς να πείτε.

(στον Αλέξανδρο πηγαίνοντας πίσω του)

Τράβα μπροστά!







ΑΝΟΙΓΜΑ ΕΝΔΕΚΑΤΟ


Χρόνος: μισή ώρα αργότερα
Τόπος: Φυλάκιο ελληνικού Στρατόπεδου

(Τι είπε ο Αλέξανδρος στους στρατηγούς)

Αλέξανδρος
Τα λόγια που από μένανε θ' ακούστε απόψε
δε θα τα πείτε αλλού παρά μόνο στον Παυσανία.
Σε κείνον μόνο-σ' άλλονε κανέναν ούτε λέξη
για να μην έτσι πάρετε και μένα στο λαιμό σας.
Γιατί δε θα σας τα 'λεγα ενδιαφέρον αν δεν είχα
για την Ελλάδα, κι Έλληνας ο ίδιος αν δεν ήμουν.
Και την Ελλάδα υπόδουλη να την ιδώ δε θέλω.
Οι μέχρι τώρα που έκανε ο Μαρδόνιος θυσίες
ευνοϊκές δεν ήτανε-γι αυτό και μέχρι τώρα
δεν αποφάσιζε αυτός τον πόλεμο ν' αρχίσει.
Μα τώρα πήρε απόφαση να πάψει τις θυσίες'
κι αυτό νομίζω επειδή φοβάται αν αργήσει
πως όλο πιότερους εσείς στρατιώτες θα μαζέψτε.
Λοιπόν αφού το μάθατε,τώρα ετοιμαστείτε.
Αλλά κι αν ο Μαρδόνιος τη μάχη αναβάλει,
γοργά να τον προσμένετε και πάλι, γιατί μόνο
τρόφιμα έχει που αρκετά για δυο μέρες είναι.
Αυτά είχα φίλοι στρατηγοί σε σας να πω απόψε.
Και είμαι ο Αλέξανδρος εγώ, ο Μακεδόνας.







ΑΝΟΙΓΜΑ ΔΩΔΕΚΑΤΟ


Χρόνος: Πιθανώς 476 π. Χ.
Τόπος: Αθήνα, Εκκλησία του Δήμου

(Απονομή του τίτλου του Πολίτη της Αθήνας στον Αλέξανδρο από το Δήμο της Αθήνας. Τα λόγια του εκφωνητή)

Πρόσωπα: Εκφωνητής. Αλέξανδρος, άρχοντες, λαός.

Εκφωνητής

Τον ίδιο χρόνο που έλαβε χώρα η Ολυμπιάδα
που στη σειρά τον αριθμό έχει εβδομηντατρία,
επήρε την απόφαση ο Δήμος της Αθήνας
τον τίτλο του Επίτιμου Πολίτη ν' απονείμει
της πόλεως των Αθηνών, στον άξιο βασιλέα,
τον Μακεδόνα Αλέξανδρο, για να τονε τιμήσει
για όσες πρόσφερε καλές στην πόλη υπηρεσίες
στον πόλεμο που ενάντια εμείς εκάναμε στους Πέρσες.







ΑΝΟΙΓΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ


Χρόνος: 468 π.Χ.
Τόπος: παλάτι του Αλέξανδρου

(Ο Αλέξανδρος προσφέρει άσυλο σε πάνω από τον μισό πληθυσμό των Μυκηνών, που εκδιώχτηκαν από την πόλη τους από τους Αργείους)

Πρόσωπα: Αλέξανδρος, υπασπιστής του.


Υπασπιστής
Απ’ της Μυκήνας ήρθανε τα μέρη αποσταλμένοι
και σου ζητάνε βασιλιά, να τους δεχτείς στη χώρα
γιατ' οι Αργείοι τους έδιωξαν, κι από την άλλη Ελλάδα
κανένας δεν τους δέχεται. Θα ναι ως τρεις χιλιάδες.

Αλέξανδρος
Μακάρι να 'ναι δεκατρείς. Έληνες μόνο να 'ναι.
Αλλά ποιος το περίμενε οι γενναίοι Μυκηναίοι
που από τους πρώτους ήτανε στους Περσικούς Πολέμους
πως από τους μηδίσαντες θα διώχνονταν Αργείους;
Μπορείς εσύ να πεις γιατί πιστέ υπασπιστή μου;

Υπασπιστής
Αλλάζουνε τα πράγματα στον κόσμο βασιλιά μου
και πάντοτε δε βρίσκουνε οι προδότες τιμωρία.
Και πάλι πώς ολόκληρο λαό να τιμωρήσεις;

Αλέξανδρος
Δίκιο έχεις. Πρέπει δύναμη να 'χεις για να το κάνεις.
Και πότε εδώ οι δύστυχοι μας φτάνουν Μυκηναίοι;

Υπασπιστής
Το λόγο σου περίμεναν.-σε λίγες μέρες φτάνουν.








ΑΝΟΙΓΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


Χρόνος: 456 π. Χ.
Τόπος: παλάτι του Αλέξανδρου

(συνομιλία του με τον ιστορικό Ηρόδοτο)

Πρόσωπα: Ηρόδοτος, Αλέξανδρος

Ηρόδοτος
Έχω στο νου Αλέξανδρε να γράψω ένα βιβλίο
που μέσα του να ιστορεί τα έργα των Ελλήνων
στον πόλεμο που έκαναν στους βάρβαρους ενάντια.
Πώς βρίσκεις την ιδέα μου;

Αλέξανδρος
Είναι καλή ιδέα.
Οι έλληνες κι οι βάρβαροι...Η Ασία κι η Ευρώπη,,,
Κροίσος κι ΟΙ Έλληνες αρχή, μετά Έλληνες και Κύρος...
μετά Δαρείος κι Έλληνες...κι αύριο τι ποιος ξέρει...
Πάλη δυο κόσμων. Μοναχά τα ονόματα διαφέρουν.
Μεγάλος θα 'ναι ο κόπος σου. Πού θα 'βρεις τα στοιχεία;

Ηρόδοτος
Να πάω αποφάσισα κι όλα να δω τα μέρη
και να ρωτώ και να κυττώ. Έτσι πολλά θα μάθω.
Ο πρώτος είσαι ο Έλληνας που βλέπω-έχω έρθει
για να μου πεις κι εσύ αυτά που έζησες και ξέρεις.
Αθήνα. Σπάρτη, κάτω εκεί δεν έχω πάει ακόμη.
Ήρθα σε σένα, πιο κοντά που σ' έχω από κείνους.

Αλέξανδρος
Γι αυτό ή μήπως πέρασες πρώτα να δεις εμένα
γιατί ίσως δε θα μ΄ έβρισκες αργότερα αν εσχόσουν;

Ηρόδοτος
Δε σου το κρύβω, πέρασε κι αυτό από το μυαλό μου.
Από την άλλη τη μεριά, σού εύχομαι να ζήσεις
όσο μπορούν οι άνθρωποι περσότερο να ζήσουν.
Άνθρωποι που 'χουν έγνια τους μονάχη την Ελλάδα
είναι πολύτιμοι.

Αλέξανδρος
Αυτή, ζωή στα όνειρά μας
θα έδινε αν οι έλληνες γινόνταν να ενωθούνε.

Ηρόδοτος
Αλήθεια, μέλλον χωριστά δεν έχουνε οι πόλεις.
Πρέπει ένα χέρι στιβαρό να τις αδράξει όλες
και να τις πάει στα ψηλά, τρανά τους πεπρωμένα.
Γι αυτό κι η Ιστορία μου δε θα 'ναι Ιστορία
της κάθε πόλης χωριστά, μα όλης της Ελλάδας.
Και μύθους δε θα γράψω εγώ για κάθε μία πόλη,
μα ό,τι τώρα έγινε-στα χρόνια τα δικά μας.
Γι αυτό κι ήρθα να σε βρω: θέλω από σε ν' ακούσω
το τ' είπες και τι έκανες, τι έζησες, τι είδες...
Κι ό,τι μου πεις, κι άλλους αφού ρωτήσω για τα ίδια,
έτσι στο τέλος μια σωστή γνώμη για όλα θα 'χω.

Αλέξανδρος
Ρώτα ό,τι θες-αλλ' αν βαθιά μέσα μου ψάξεις, θα 'βρεις
μια πίκρα, που έλληνας εγώ, είμαι μακριά απ' τα κλέη
της άλλης της Ελλάδας μου, του Νότου.

Ηρόδοτος
Έχεις κάνει
βήματα όμως ζηλευτά. Διπλή την έχεις κάνει
τη χώρα σου, πιο δυνατή και πιο ευτυχισμένη.
Κι όπως μαθαίνω από πολλούς, και η Ελλάδα η άλλη
σ' υπολογίζει πιο πολύ από τα πριν. Ποιος ξέρει
αν κάποια μέρα δε γενεί αυτή η δική σου χώρα
το χέρι στον ελληνισμό φτερά που θα φυτρώσει ...

Αλέξανδρος
Φίλε μου, ας είσαι και μικρός, πάει μακριά η ματιά σου.
Ναι, η Ελλάδα έφτασε στα ύψη-θα τη βρούμε
ή ανεβαίνοντας εμείς ή όταν ανεβούμε.
Τότε κι οι δυο μας με σφιχτά δεμένα μας τα χέρια
θα πάρουμε το ελληνικό το Πνεύμα και θα πάμε
για να φωτίσουμε μ' αυτό την Οικουμένη όλη.







ΑΝΟΙΓΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ


Χρόνος: 454 π. Χ.
Τόπος: Παλάτι του Αλέξανδρου

(Θάνατος του Αλέξανδρου)

Πρόσωπα: Αλέξανδρος, Ελλάδα


Αλέξανδρος

(στο κρεββάτι,ετοιμοθάνατος)

Έλληνες διώχνουν έλληνες. Έλληνες πολεμούνε
σ' άλλους ενάντια Έλληνες. Έλληνες εξορίζουν
ήρωες σαν το Θεμιστοκλή. Και πάει αυτός να ζήσει
στους Πέρσες. Και του δίνουνε κατάλυμα εκείνοι.
Κρατίδια που θανάσιμα μισούνται ανάμεσό τους...
Γιατί η ψυχή μου να διψάει ακόμα για Ελλάδα;
Γιατί το αίμα δύναμη τόσην εντός του να 'χει;
Γιατί να είναι η ζήση μου αχάλαστα δεμένη
με της Ελλάδας τη ζωή; Γιατί αγκαλιασμένες
Μακεδονία κι Ελλάδα εγώ να δω μια μέρα θέλω;
Γιατί δε θέλω χώρια της να ζω στον κόσμο μέσα
παρά δίπλα στ' αδέρφια μου ήθελα πάντα να 'μαι;
Γιατί η ψυχή μου να διψάει ακόμα για Ελλάδα;
Γιατί αφού κάθε σκέψη μου, κάθε αναπνοή μου-
γιατί αφού κάθε μου όνειρο για την Ελλάδα ήταν-
γιατί η ψυχή μου να διψάει ακόμα για Ελλάδα;
Ελλάδα μου απαλόφτερο Πουλί της Οικουμένης,
Ελλάδα Μήτρα καρπερή για κάθε Πόνο μέγα,
Κρουνέ δροσέ στην Έρημο της ξερικής μου Ζήσης,
Πλοίο αργοτάξιδο μεστό Μαλάματα κι Ασήμι,
Αγάπη απ' όλες πιο γλυκειά κι απ' όλες πιο μεγάλη,
Ποτηρι κρύσταλλο μ' Ανθούς γεμάτο μυρωμένους,
Βράχε πικρέ, Βράχε γλυκέ, Βράχε λιοδοξασμένε,
Βαρκούλα ολοζώντανη στη Νέκρα του Πελάγου-
γιατί η ψυχή μου να διψά για σένανε ακόμα;
Και πότε η δίψα της αυτή θα σβύσει; Ω! Ελλάδα!
Έλα και τούτη την ψυχή μες στην ψυχή σου κλείσε.
Έλα και δος μου ό,τι από με συ έχεις στερημένο...

(Σιωπή. Γέρνει το κεφάλι κουρασμένος. Μπαίνει η Ελλάδα)

Ελλάδα
Είμαι κοντά σου Αλέξανδρε. Με γύρεψες και ήρθα.

Αλέξανδρος
Δε φανταζόμουνα ποτέ πως θα 'σαι τόσο ωραία!

Ελλάδα
Είμαι όσο ωραία μ' έπλασες στο λογισμό σου μέσα.

Αλέξανδρος
Του λογισμού μου γέννημα; Μόνο αυτό είσαι τάχα;

Ελλάδα
Είμαι το Φως στα σκότη εγώ. Και είμ’ εγώ τ’ Ωραίο
μες στην ασχήμια της ζωής. Είμαι η ψυχή του κόσμου.
Είμαι το Πνεύμα λεύτερο στα χάη που πλανιέται.
Είμαι το γλυκοχάραμα μετά από κρύα νύχτα.
Και είμ' εγώ η άναρχη. Και είμαι η αιωνία.
Και είμ' εγώ Αλέξανδρε η πατρίδα του ανθρώπου.

Αλέξανδρος
Παιδί της ωραιότερης λοιπόν πατρίδας είμαι;

Ελλάδα
Της μόνης είσαι Αλέξανδρε. Όσοι σε μέ δε ζούνε
δυστυχισμένοι χάνονται κι απάτριδες πλανιούνται.

Αλέξανδρος
Παρ' τους μαζί σου! Κάνε τους πολίτες σου και κείνους.

Ελλάδα
Εγώ ποτέ Αλέξανδρε δεν παίρνω. Υπάρχω μόνο.
Εκείνοι πρέπει να με βρουν και να 'ρθουνε κοντά μου.
Εκείνοι πρέπει ολοζωής για ’μέ ν’ αγωνιστούνε
όπως εσύ αγωνίστηκες' και όταν με κερδίσουν,
τότε παιδιά μου όπως εσέ τους λέω και τους κλείνω
βαθιά μες στην αγκάλη μου και στη χαρά μου μέσα.

Αλέξανδρος
Τη χώρα μου η αγκάλη σου μπορεί να τη χωρέσει;

Ελλάδα
Ελλάδα και Μακεδονία, θα ’ρθεί Αλέξανδρε μια μέρα
να δώσουν σάρκα και οστά σ' ό,τι εσύ ωνειρεύτης.
παιδιά μου ολάξια κι αυτά, μια μέρα θα ξανοίξουν
μπροστά σε μάτια έκπληκτα το φως και την αλήθεια,
δρόμους πλατιούς ανοίγοντας σε μέ που θα οδηγάνε.
Και συ, στου δρόμου του πικρού τ' ολόγλυκο το τέρμα
θα στέκεις ολοφώτεινος και θα καλωσορίζεις
τους νέους φίλους μας καθώς εγώ εσένα τώρα.

Αλέξανδρος
Πάντοτε να 'μαι ήθελα μαζί σου. Ήρθε η ώρα;

Ελλάδα
Ήρθε Αλέξανδρε. Μαζί για πάντοτε οι δυο μας.

(Ο Αλέξανδρος γέρνει άψυχο το κεφάλι. Η Ελλάδα τον πιάνει από το χέρι. Ένα φωτεινό είδωλο όμοιο με τον Αλέξανδρο σηκώνεται από το κρεββάτι και μαζί και η Ελλάδα βγαίνουν αργά κυττάζοντας μπροστά τους πέρα-μακριά).

Α Υ Λ Α Ι Α

George Holiastos

Μαύρος Γάτος είπε...

Γιώργο Χιλιαστέ, το είδα τώρα, τέσσερα χρόνια μετά! Αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ!

Ευχαριστώ πάρα πολυ΄- πολύ αξιόλογο το έργο σας!