14 Μαρ 2006

ELLE DISAIT (FRANCIS CABREL)




Έλεγε, περπάτησα πολύ μακριά,
η καρδιά μου βαριά, τόσα μυστικά,
και τόσος πόνος...

Έλεγε, δεν συνεχίζω πιά,
αυτό που έρχεται, το ξέρω καλά,
χαμένος κόπος

Έλεγε, πως η ζωή είναι σκληρή,
δεν πίστευε στον ήλιο πιά, των εκκλησιών στην ερημιά

Είχε βαθιά μες την καρδιά της το χειμώνα,
ακόμα και τα χαμόγελό μου, την τρόμαζε

{}

Ποτέ ο άνεμος δεν ήταν τόσο κρύος, η βροχή τόσο δυνατή,
όσο εκείνο το βράδυ,
το βράδυ των είκοσί της χρόνων

το βράδυ που έσβησε το φως πίσω απ'τα μάτια της
μέσα σε μια λευκή αστραπή


Πήγε σίγουρα στον ουρανό, λάμπει δίπλα στον ήλιο,
σαν τις καινούργιες εκκλησιές


Μα εγώ, δεν σταματώ να κλαίω, μετά το βράδυ εκείνο,

γιατί, στο βάθος της καρδιάς μου, κάνει τόσο κρύο...

Τι συγκλονιστικό, τι τραγικό, δεν πίστευε λέει πιά στον Ήλιο… πώς μπορούσε λοιπόν να συνεχίσει να ζει, αποξενωμένη από την πηγή της Ζωής; Τον Ήλιο, των Μυστών και των Ποιητών, το σύμβολο της αισιοδοξίας, της Δύναμης, της νίκης της Ημέρας πάνω στη Νύχτα, τον Ήλιο τον Ηλιάτορα…

Που μένει πάντα ο ίδιος, είτε είναι ο Ήλιος-Απόλλων, ο Ήλιος-Ρα, ο Ήλιος-Μίθρας, ο Ήλιος-Αχούρα Μάζντα, ο Ήλιος-Χριστός, το Φως του Κόσμου…

Ο Ήλιος, ο Πρώτος Θεός της Ανθρωπότητας,
και ο Τελευταίος της, τώρα που όλοι οι υπόλοιποι ψυχορραγούν…

Που φυσικά, όμως, πιστεύεις δεν πιστεύεις σε Αυτόν, δεν είναι παρά ακόμα ένα Αστέρι, μέσα σε Άπειρα άλλα.

Είναι τα πάντα για εμάς, τους ασήμαντους κατοίκους, του ασήμαντου τρίτου πλανήτη, του ασήμαντου Ηλιακού μας Συστήματος. Είναι η αιτία που υπάρχουμε, η πηγή της ενέργειάς μας, το φώς μας, η χαρά μας…

Αλλά δεν είναι παρά ένα αχνό αστέρι, στον νυχτερινό ουρανό, ενός μακρινού άγνωστου πλανήτη… μια φωτεινή κουκκίδα ανάμεσα στις άλλες, που κάποιος, κάποτε, μπορεί και να την έχει ζωγραφίσει, σε μια γωνίτσα ενός πίνακα ζωγραφικής, μιάς Έναστρης νύχτας…

Καλό φεγγαρόλουστο βράδυ
Μαύρος Γάτος

Vincent Van Gogh, Έναστρη Νύχτα

9 σχόλια:

Mirandolina είπε...

καλό βραδυ και σε σενα κι ευχαριστούμε!

Απολλώνια είπε...

Πίστη στον Ήλιο - Απόλλωνα.

;)

Το φως θα είναι πάλι αύριο εκεί, γάτε! Δεν το ξέρω, το αισθάνομαι όμως.

Όμρφο τραγούδι, να είσαι καλά.

Καληνύχτα

Ανώνυμος είπε...

Aνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιου σπιτιου. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαυρα μιλάει σ΄ εναν νέο. Δεν εχουν ανάψει φως. Απο τα δυο παράθυρα μπαίνει ενα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω οτι η γυναίκα με τα μαυρα εχει εκδώσει δυό-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικες συλλογες θρησκευτικης πνοης. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαυρα μιλάει στον νέο.

Αφησέ με ναρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι απόψε! Ειναι καλο το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται που ασπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσα τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις. Αφησέ με ναρθω μαζί σου.

Οταν εχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιες μες στο σπίτι, αόρατα χέρια τραβουν τις κουρτίνες, ενα δάχτυλο αχνο γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τα ακούσω. Σώπα.

Αφησέ με ναρθω μαζί σου λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου, ως εκει που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο τόσο αδιάφορη κι αϋλη, τόσο θετικη σαν μεταφυσικη που μπορεις επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτε δεν υπηρξες, δεν υπηρξε ο χρόνος κι η φθορά του. Αφησέ με ναρθω μαζί σου.

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο υψωμα, κι οπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορει να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε, γιατί, πολλες φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιου μου, σαν το θόρυβο δυο δυνατων φτερων που ανοιγοκλείνουν, κι οταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτον τον ηχο του πετάγματος νιώθεις κρουστο το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου, κι ετσι σφιγμένος μες στους μυωνες του γαλάζιου αγέρα, μέσα στα ρωμαλέα νευρα του υψους, δεν εχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις ουτε εχει σημασία που ασπρισαν τα μαλλιά μου, δεν ειναι τουτο η λύπη μου - η λύπη μου ειναι που δεν ασπρίζει κ΄η καρδιά μου. Αφησέ με ναρθω μαζί σου.

Το ξέρω πως καθένας μοναχος πορεύεται στον ερωτα, μοναχος στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελει. Αφησέ με ναρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, την ωρα που βραδιάζει, εχω την αισθηση πως εξω απο τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με την γρια βαριά του αρκούδα με το μαλλί της ολο αγκάθια και τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακο δρόμο ενα ερημικο σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο και τα παιδια εχουν γυρίσει σπίτια τους για το δειπνο και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν εξω μ' ολο που πίσω απο τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριας αρκούδας -κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιας της, μην ξέροντας για που και γιατί -εχει βαρύνει, δεν μπορει πια να χορεύει στα πισινά της πόδια δεν μπορει να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους τους απαιτητικους και το μόνο που θέλει ειναι να πλαγιάσει στο χωμα αφήνοντας να την πατανε στην κοιλιά, παίζοντας ετσι το τελευταιο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση, την ανυπακοή της στα συμφέροντα των αλλων, στους κρίκους των χειλιων της, στην ανάγκη των δοντιων της, την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωη με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου -εστω κ' ενος αργου θανάτου- την τελική της ανυπακοη στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωης που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.

Μα ποιος μπορει να παίξει ως το τέλος αυτο το παιχνίδι; Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της, χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες που τις ρίχνουνε τα ωραια και ανυποψίαστα παιδια ωραια ακριβως γιατί ειναι ανυποψίαστα και λέγοντας ευχαριστω. Γιατί οι αρκουδες που γεράσανε το μόνο που εμαθαν να λένε ειναι: ευχαριστω , ευχαριστω. Αφησέ με ναρθω μαζί σου.

Συχνα πετάγομαι στο φαρμακειο απέναντι για καμιαν ασπιρίνη αλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου να ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν οι σωληνες του νερου, ή ψήνω εναν καφέ, καί, πάντα αφηρημένη, ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω δυο - ποιος να τον πιει τον αλλον;- αστειο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απο το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου σαν το πράσινο φως ενος αθόρυβου τραίνου που ερχεται να με πάρει με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια, τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου, χωρις καθόλου βαλίτσες - τί να τις κάνεις; - αφησέ με ναρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Οχι, δε θαρθω. Καληνύχτα. Εγω θα βγω σε λίγο. Ευχαριστω. Γιατί επιτέλους, πρέπει να βγω απο αυτο το τσακισμένο σπίτι. Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, -οχι, οχι το φεγγάρι - την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου, την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμι και στη γροθιά της την πολιτεία που ολους μας αντέχει στην ράχη της με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις εχτρες μας, με τις φιλοδοξίες, την αγνοιά μας και τα γερατειά μας,-να ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας, να μην ακούω πια τα βήματά σου μήτε τα βήματα του Θεου, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θακρυβε το φεγγάρι. Μονομιας, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικου μπάρ, ακούστηκε μία πολυ γνώστη μουσικη φράση. Και τότε κατάλαβα πως ολη τούτη τη σκηνη τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρωτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα με ενα ειρωνικο κ' ισως συμπονετικο χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και με ενα συναίσθημα απελευθέρωσης. Οταν θα φτάσει ακριβως στον Αη-Νικόλα, πριν κατεβει τη μαρμαρίνη σκάλα, θα γελάσει, -ενα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θα ακουστει καθόλου ανάρμοστα κάτω απο το φεγγάρι. Ισως το μόνο ανάρμοστο ναναι το οτι δεν ειναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτει και θα πει «Η παρακμη μιας εποχης». Ετσι, ολότελα ησυχος πιά, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Οσο για τη γυναίκα με τα μαυρα, δεν ξέρω αν βγηκε τελικα απ' το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιες του δωματίου οι σκιες σφίγγονται απο μίαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδον οργή, οχι τόσο για τη ζωη οσο για την αχρηστη εξομολόγηση. Ακουτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.
(αποσπασμα)


Ιουνιος 1956
Γ.Ριτσος

Υπαρχει μια ερμηνεια της Σονατας Του Σεληνοφωτος απο την Μ.Μερκουρη.
Και οποιος αντεξει...
Καλο βραδυ(πανσεληνος αποψε)

Sleeper in Metropolis είπε...

Μεγάλη καψούρα ο Cabrel...
Καλό βράδυ σε όλους...

hardrain είπε...

Ηλιος Απόλλων , Ήλιος Απόλλων. Αυτός δένει το Φως με της Μουσική, είναι πάντα Εκεί.


Χτες Γάτε μου, είχα γράψει ένα ολάκερο κατβατό στο προηγούμενο post σου περί λογοκρισίας , αλλά, κάτι συνέβαινε (πάλι) με τον blogger....Wordpress...εχω αρχίσει και το σκέφτομαι....

Μαύρος Γάτος είπε...

Μια Φωτεινή καλημέρα σε όλους!

Ανατέλλοντα, πολύ κρίμα, γιατί με ενδιαφέρει πολύ η άποψή σου πάνω στο θέμα. Αν βρεις δυό λεπτά γράψε μια σούμα.

Ο Blogger χτες με εκνεύρισε αφάνταστα. Μόνο λόγω του απίστευτού μου πείσματος κατάφερα να ανεβάσω τον Cabrel. Στην αρχή δεν έπαιρνε με τίποτα τις φωτογραφίες. Το παρέκαμψα βάζοντας links από το Δίχτυ αντί να τις ανεβάσω από εδώ. Και μετά, μόλις τελείωσα, μετά από δεκαπέντε λεπτά που όλα έμοιαζαν κανονικά, κατάπιε ξαφνικά τα πάντα, το άρθρο εξαφανίστηκε! Ευτυχώς έχω μάθει πιά να αντιγράφω προληπτικά τον κώδικα html, κι έτσι το ξαναανέβασα εν ριπη οφθαλμού.

Σ;)))))))))))))))))))))))))))))

Ναταλία είπε...

Τουλάχιστον ξέρω ότι η ηλιθιότητά μου δεν μεγάλωσε, πια...

Πάλευα να γράψω ένα λινκ.... κι έχανα τα πάντα... :ο/

Ναταλία είπε...

Ξέχασα....(πως απορώ....)

Απίστευτο άσμα....

Pegasus είπε...

μαύρε γάτε, αυτό είναι λατρεμένο τραγούδι και κάθε φορά που το ακούω δακρύζω...
O στίχος με τον ήλιο αλλά και οι εξείς:

"Et même mes sourires lui faisaient peur..."
"Elle disait je ne continue plus, ce qui m'attend je l'ai déjà vécu..."

Όταν πιστεύεις κάτι τέτοιο... πού να βρεις δύναμη να συνεχίσεις αλήθεια; Δύσκολη ασθένεια η τάση αυτοκτονίας... ο πόνος είναι μέσα και δεν μπορεις να βρεις πού να τον απαλύνεις...